-
1 γηροβοσκία
γηροβοσκ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γηροβοσκία
-
2 γηροβοσκίας
γηροβοσκίᾱς, γηροβοσκίαcare of the aged: fem acc plγηροβοσκίᾱς, γηροβοσκίαcare of the aged: fem gen sg (attic doric aeolic) -
3 γηροκομία
A = γηροβοσκία, J.AJ5.9.4 ([etym.] γηρωκ-), Plu. Cat.Ma.5 (pl., γηρωκ-), 2.583c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γηροκομία
-
4 γηροτροφία
γηροτροφ-ία, ἡ,A = γηροβοσκία, Antipho Soph.66, PFlor.382.39 (iii A. D.);τὰς γ. ἀποτίνειν Plu.2.579e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γηροτροφία
См. также в других словарях:
γηροβοσκία — γηροβοσκία, η (Α) [γηροβοσκός] το γηροβόσκημα … Dictionary of Greek
γηροβοσκίας — γηροβοσκίᾱς , γηροβοσκία care of the aged fem acc pl γηροβοσκίᾱς , γηροβοσκία care of the aged fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηροτροφία — γηροτροφία, η (Α) [γηροτρόφος] γηροβοσκία … Dictionary of Greek