-
1 γηθοσύνη
γηθο-σύνη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γηθοσύνη
См. также в других словарях:
ιδροσύνη — ἱδροσύνη, ἡ (Α) κόπος, μόχθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρώς, ώτος + κατάλ. σύνη (πρβλ. γηθο σύνη, ζηλο σύνη)] … Dictionary of Greek