-
1 γεωλοφος
См. также в других словарях:
σεισόλοφος — ον, Α αυτός που σείει το λοφίο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισ τού σείω* + λοφος (< λόφος), πρβλ. γεώ λοφος] … Dictionary of Greek
1 γεωλοφος
σεισόλοφος — ον, Α αυτός που σείει το λοφίο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισ τού σείω* + λοφος (< λόφος), πρβλ. γεώ λοφος] … Dictionary of Greek