-
1 γείσω
-
2 γείσῳ
См. также в других словарях:
γεισώ — γεισῶ και γεισσῶ ( όω) (Α) [γείσον] προστατεύω με γείσο, τοποθετώ γείσο … Dictionary of Greek
γείσῳ — γεῖσον projecting part of the roof neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγείσωτος — η, ο (Α ἀγείσωτος, ον) [γεισώ] αυτός που δεν έχει γείσο, θριγκό, ο αστέγαστος … Dictionary of Greek