-
1 γεω-δαισία
γεω-δαισία, ἡ, Erd-, Landvertheilung, Arist. Metaph. 2, 2.
-
2 γεωδαισία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεωδαισία
-
3 γεωδαισία
γεω-δαισία, Erd-, Landverteilung -
4 γεωδαισια
См. также в других словарях:
σιτοδαισία — ἡ, Α διανομή σίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + δαισία (< δαίτης < δαίομαι «χωρίζω, μοιράζω»), πρβλ. γεω δαισία] … Dictionary of Greek