-
1 агроном
-
2 агроном
ο γεωπόνοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > агроном
-
3 агроном
агрономм ὁ γεωπόνος. -
4 агротехник
агро||техникм ὁ τεχνικός γεωπόνος. -
5 полевод
полеводм ὁ γεωπόνος. -
6 агроном
[αγκρανόμ] ουσ. α. γεωπόνος -
7 агроном
[αγκρανόμ] ουσ α γεωπόνος -
8 аграрник
-а α.αγρονόμος• γεωπόνος. -
9 агроном
-а α.γεωπόνος. -
10 землевед
-а α.γεωπόνος. -
11 зерновик
-а α.γεωπόνος ειδικός για τα δημητριακά. -
12 полевод
-а α.γεωπόνος. -
13 участковый
επ.1. τομεακός•-ая комиссия η τομεακή επιτροπή•
участковый агроном τομεακός γεωπόνος.
2. (για γη)• τμηματικός, κατά τμήματα ή κατά κλήρους.3. ουσ. αστυνομικός τμήματος (για την τάξη).4. ο διοικητής αστυνομικού τμήματος.εκφρ.участковый уполномоченный – βλ. 3 σημασία•участковый пристав – βλ. 4 σημ.
См. также в других словарях:
γεωπόνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωπόνος — ο, η (AM γεωπόνος, Α και γαπόνος και γηπόνος, ο) νεοελλ. ο επιστήμονας που ασχολείται με τη γεωπονία αρχ. μσν. ο αγρότης, ο καλλιεργητής τής γης· [ΕΤΥΜΟΛ. < γεω < γη + πόνος < πονέω. Η αρχαία λ. γεωπόνος ανήκει στον κύκλο τών λέξεων τής… … Dictionary of Greek
γεωπόνος — ο επιστήμονας που έχει ως αντικείμενο τη γεωπονία: Πρέπει να ρωτήσουμε ένα γεωπόνο τι είδους λίπασμα είναι κατάλληλο για το χωράφι μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεηπόνον — γεωπόνος masc/fem acc sg γεωπόνος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωπόνου — γεώπονος husbandman masc gen sg γεωπόνος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωπόνους — γεώπονος husbandman masc acc pl γεωπόνος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωπόνων — γεώπονος husbandman masc gen pl γεωπόνος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωπόνῳ — γεώπονος husbandman masc dat sg γεωπόνος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεηπόνοι — γεωπόνος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεηπόνοις — γεωπόνος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεηπόνος — γεωπόνος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)