-
1 γεωμετρικος
I3геометрический(ἀριθμός Plat.; ἀρχαί Arst.; προβλήματα Plut.)
IIὅ сведущий в землемерии, (опытный) геометр Plat., Arst., Plut. -
2 γεωμετρικός
η, ό[ν] геометрический;γεωμετρική πρόοδος — геометрическая прогрессия;
§ γεωμετρική τέχνη — искусство геометрического орнамента
-
3 Βριαρεως
- εω (ᾰ) ὅ Бриарей ( сторукий исполин - ὃν Αἰγαίων καλέουσιν ἄνδρες Hom., - защищавший богов от титанов Hes.)Βριάρεω στῆλαι Arst. = στῆλαι Ἡράκλειοι;
ὅ γεωμετρικὸς Β. Plut. = Ἀρχιμήδης
См. также в других словарях:
γεωμετρικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμετρικός — ή, ό (AM γεωμετρικός, ή, όν) [γεωμέτρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεωμετρία 2. το θηλ. ως ουσ. γεωμετρική, η η τεχνική καταμέτρησης και απεικόνισης τμημάτων τής γήινης επιφάνειας 3. φρ. «γεωμετρική τέχνη», «γεωμετρικά αγγεία» κ.λπ.… … Dictionary of Greek
γεωμετρικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη γεωμετρία: Γεωμετρικά όργανα. 2. γεωμετρική εποχή, η περίοδος της αρχαίας ελληνικής τέχνης (1100 700 π.Χ.) στην οποία κυρίαρχο στοιχείο στη διακόσμηση των αγγείων είναι τα γεωμετρικά σχήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεωμετρικός τόπος — Βλ. λ. γεωμετρία … Dictionary of Greek
γεωμετρικά — γεωμετρικός of neut nom/voc/acc pl γεωμετρικά̱ , γεωμετρικός of fem nom/voc/acc dual γεωμετρικά̱ , γεωμετρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμετρικωτάτων — γεωμετρικός of fem gen superl pl γεωμετρικός of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμετρικῶν — γεωμετρικός of fem gen pl γεωμετρικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμετρικόν — γεωμετρικός of masc acc sg γεωμετρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμετρικώτατα — γεωμετρικός of adverbial superl γεωμετρικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμετρικαῖς — γεωμετρικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμετρικαί — γεωμετρικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)