-
1 έρευνα
η1) поиск, розыск; отыскивание, разыскивание; 2) исследование, изыскание, поиск;Ίνστιτουτο επιστημονικών έρευνών — научно-исследовательский институт;
επιστημονική έρευνα — научное исследование;
γεωλογικές έρευνες — геологическая разведка;
3) расследование, дознание;επιτόπιος έρευνα — расследование на месте;
4) обыск;σωματική έρευνα — личный обыск;
κατ' οίκον έρευνα — домашний обыск;
κάνω έρευνα — обыскивать;
υποβάλλω σε έρευνα — подвергать обыску
См. также в других словарях:
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
δυναμική γεωλογία — Κλάδος της γεωλογίας που μελετά τις γεωλογικές διεργασίες που συντελούνται στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της Γης. Οι δυνάμεις που εμφανίζονται σε αυτές τις διεργασίες, ο τρόπος που δρουν και τα φαινόμενα που παράγουν είναι φυσικής, χημικής ή… … Dictionary of Greek
Λάιελ, Τσαρλς — (Charles Lyell, 1797 – 1875). Άγγλος γεωλόγος. Σπούδασε στην Οξφόρδη νομικά και γεωλογία, αλλά το 1827 εγκατέλειψε το επάγγελμα του δικηγόρου και αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη γεωλογία. Διεξήγαγε γεωλογικές έρευνες στη Γαλλία, στην Ιταλία, στη… … Dictionary of Greek
απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… … Dictionary of Greek
παλαιοκλιματολογία — Κλάδος της παλαιογεωγραφίας, που ασχολείται με τη μελέτη των κλιμάτων, τα οποία επικρατούσαν στη Γη κατά τις διάφορες γεωλογικές περιόδους και εποχές. * * * η επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών κλιματικών συνθηκών που… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… … Dictionary of Greek
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
βιογενετική — Το σύνολο των θεωριών που ασχολούνται με τις πηγές της ζωής και την εξέλιξη των οργανισμών. Οι θεωρίες αυτές διακρίνονται σε βιογενετικές και σε αβιογενετικές. Οι πρώτες υποστηρίζουν ότι η ζωή είναι τόσο παλιά όσο και το σύμπαν και επομένως,… … Dictionary of Greek
Έβανς, Τζον Γουίλιαμ — (John William Evans, 1857 – 1930). Άγγλος φυσιοδίφης και εξερευνητής. Διέθετε μεγάλη λογοτεχνική και επιστημονική μόρφωση και ταξίδεψε στο εσωτερικό της Βραζιλίας (1891 92) και σε διάφορες δυσπρόσιτες περιοχές της Ασίας. Μελέτησε ιδιαίτερα τις… … Dictionary of Greek