-
1 γεωγραφέω
A describe the earth's surface, Str.1.1.16, Arist.Mu. 393b20:—[voice] Pass., τὰ γεωγραφούμενα geographic description, title of Strabo's work, Ath.14.657f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεωγραφέω
-
2 γεωγραφία
γεωγρᾰφ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεωγραφία
-
3 γεωγραφικός
A geographical, γ. ἐμπειρία, γ. πίναξ, Str.1.1.2, 11. Adv.- κῶς Id.2.1.41
, etc.: τὰ -κά geographical treatise, ib.1; of Strabo's work, Ath.3.121a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεωγραφικός
-
4 γεώγραφος
γεώγρᾰφ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεώγραφος
См. также в других словарях:
λίν(ν)εα — η 1. ναυτ. όρος που χρησιμοποιήθηκε από τους ναυμάχους τής Επανάστασης τού 1821 και δηλώνει γενικά τη ναυτική παράταξη 2. (γεωγραφ. ως διεθνής όρος) α) η γραμμή τού Ισημερινού β) η γραμμή τού Τροπικού … Dictionary of Greek