Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

γεωγραφικῇ

См. также в других словарях:

  • γεωγραφικῇ — γεωγραφικός geographical fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωγραφική — γεωγραφικός geographical fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωγραφική απομόνωση — Το φαινόμενο της απομόνωσης ενός ή περισσότερων φυτικών και ζωικών ειδών σε κάποιον χώρο λόγω της παρουσίας πρακτικά αδιάβατων γεωγραφικών εμποδίων (υψηλών οροσειρών, μεγάλων θαλάσσιων εκτάσεων), που εμποδίζουν την επαφή τους με την πανίδα και τη …   Dictionary of Greek

  • γεωγραφική θέση — Η θέση ενός σημείου, τόπου ή περιοχής στην επιφάνεια της Γης, η οποία ορίζεται με τη βοήθεια των συντεταγμένων, δηλαδή του γεωγραφικού πλάτους και του γεωγραφικού μήκους. Η γ.θ. συνηθίζεται να θεωρείται πλήρης ορισμός ενός τόπου, στην… …   Dictionary of Greek

  • Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού — (ΓΥΣ). Υπηρεσία του υπουργείου Εθνικής Άμυνας η οποία έχει σκοπό την εξυπηρέτηση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων αλλά και των πολιτών, με την παροχή γεωγραφικών δεδομένων. Η ΓΥΣ ιδρύθηκε το 1889 επί πρωθυπουργίας Χαρίλαου Τρικούπη με την ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • Δυτικό Σιβηρικό Βαθύπεδο — Γεωγραφική περιοχή της Ρωσίας, που οροθετείται από τα Ουράλια όρη, τα υψώματα του Καζακστάν, τον ρου του ποταμού Γενισέι και το άνοιγμα προς τη θάλασσα του Κάρα. Βλ. λ. Ρωσία …   Dictionary of Greek

  • Μαγγελάνου, Γη του- — Γεωγραφική περιοχή και διοικητική διαίρεση (132.297 τ. χλμ., 150.826 κάτ. το 2002) της Χιλής. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα της χώρας και αποτελεί τον νοτιότερο νομό της. Η επίσημη ονομασία της είναι Περιφέρεια Μαγγελάνου και Χιλιανής Ανταρκτικής,… …   Dictionary of Greek

  • Μπιάφρα — Γεωγραφική περιοχή της Νιγηρίας, αντίστοιχη προς την παλιά Ανατολική Περιοχή (76.363 τ. χλμ., περ. 28.000.000 κάτ.) που καταργήθηκε επίσημα το 1968 με τη νέα διοικητική διαίρεση της Νιγηριανής Ομοσπονδίας σε 12 Πολιτείες. Από το 1967 όμως η Μ.… …   Dictionary of Greek

  • φυλή — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ.), στην πρώην επαρχία Αττικής, του νομού Δυτ. Αττικής. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (69 τ. χλμ.), στον οποίο υπάγεται και ο οικισμός Μονή Κοίμησης Θεοτόκου Κλειστών (υψόμ. 420 μ.). Βρίσκεται στις νότιες… …   Dictionary of Greek

  • γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • βιοκλιματολογία — Επιστημονικός κλάδος που εξετάζει τις πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ των κλιματικών συνθηκών και των φαινομένων της ζωής. Οι σχέσεις αυτές είναι είτε άμεσες είτε έμμεσες και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τόσο τη γεωγραφική κατανομή των οργανισμών όσο και …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»