-
1 γερωσία
γερωσία, ἡ, od. γερωχία, γερωΐα, Ar. Lys. 980, laconisch, = γερουσία.
-
2 γερωΐα
См. также в других словарях:
γερωΐα — γερωΐα, η (Α) λακων. γερουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερωhία, άλλος τ. τού γερωχία που απαντά στον Αριστοφάνη. Ο τ. γερωhία εμφανίζει προβλήματα αφ ενός λόγω τής σπάνιας τροπής τού h σε χ (γερωχία), αφ ετέρου λόγω τής συριστικοποίησης τού τ (γερωhία < … Dictionary of Greek