Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

γερροχελώνη

См. также в других словарях:

  • γερροχελώνη — γερροχελώνη, η (Α) βλ. γέρρον (4). [ΕΤΥΜΟΛ. < γέρρον + χελώνη] …   Dictionary of Greek

  • γερροχελώνη — penthouse fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γερροχελωνῶν — γερροχελώνη penthouse fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γερροχελώνας — γερροχελώνᾱς , γερροχελώνη penthouse fem acc pl γερροχελώνᾱς , γερροχελώνη penthouse fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέρρον — γέρρον, το (Α) 1. κάθε αντικείμενο πλεγμένο από ευλύγιστες βέργες, συνήθως λυγαριάς 2. η επιμήκης ασπίδα τών Περσών, σκεπασμένη με δέρμα βοδιού 3. το ψαθωτό τμήμα τής άμαξας 4. η γερροχελώνη, δηλ. πολιορκητική μηχανή σε σχήμα χελώνας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»