-
1 γεραιοφρων
-
2 γεραιόφρων
γεραιόφρωνold of mind: masc /fem nom sg -
3 γεραιόφρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεραιόφρων
См. также в других словарях:
γεραιόφρων — ( όνος), ο, η (Α) συνετός … Dictionary of Greek
γεραιόφρων — old of mind masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek