-
1 γεράνιος
α, ο, γεράνιός, ά, ο тёмно-синий -
2 γερανιός
ο см. γερανός 1 -
3 γεράνιον
A Geranium tuberosum, a plant, Dsc.3.116; ἕτερον γ. crane's-bill, Erodium malacoides, ibid.; also [full] γεράνιος, Hsch. (but ἡ γεράνιος a plaster, Aët.15.15).II substance used in Alchemy, Pelag.Alch.p.256 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεράνιον
-
4 гераниевый
επ.γεράνιος•гераниевый лист φύλλο γερανιού•
-ое масло γερανιέλαιο.
-
5 журавлиный
επ.γεράνιος, του γερανού. || σαν του γερανού•-ая походка βάδισμα γερανού•
-ые ноги πόδια σαν του τσικνιά.
См. также в других словарях:
γεράνιος — (I) γεράνιος, η (Μ) [γέρανος] 1. είδος εμπλάστρου 2. ουσία που χρησιμοποιούσαν οι αλχημιστές. (II) α, ο και γερανιός και γερανός και γερανέος (Μ γεράνιος) ο βαθυγάλαζος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. Το μσν. γεράνιος συσχετίστηκε από τους… … Dictionary of Greek
γερανιός — ο το πτηνό γερανός* … Dictionary of Greek
γεράνιος — α, ο αυτός που έχει βαθυγάλαζο χρώμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγεράνιος — α, ο ο γεράνιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α αθροιστ. + γεράνιος] … Dictionary of Greek
γερανάτος — η, ο ο βαθυγάλαζος. [ΕΤΥΜΟΛ. Για το επίθ. γερανάτος ισχύει ό,τι και για το γεράνιος* με διαφορά στο επίθημα] … Dictionary of Greek