-
1 γενικεύω
μετ.1) обобщать, подытоживать; 2) расширять (деятельность, круг вопросов и т. п.); делать всеобщим;γενικεύω την συζήτηση — делать обсуждение всеобщим;
3) вводить в (общее) употребление; распространять -
2 γενικεύω
[геникево] р. обобщатьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γενικεύω
-
3 γενικεύω
[геникево] ρ обобщать. -
4 обобщать
γενικεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обобщать
-
5 обобщить
-шу, щишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обобщённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ. γενικεύω, καθολικεύω επεκτείνω•обобщить опыт передовых предприятий γενικεύω την πείρα• των πρωτοπόρων επιχειρήσεων•
обобщить единичное явление γενικεύω μεμονωμένο φαινόμενο•
обобщить честный случай γενικεύω μοναδική περίπτωση.
γενικεύομαι, καθολικεύομαι •επεκτείνομαι. -
6 обобщать
-
7 generalise
1) (to make a general rule etc that can be applied to many cases, based on a number of cases: He's trying to generalize from only two examples.) γενικεύω2) (to talk (about something) in general terms: We should stop generalizing and discuss each problem separately.) γενικεύω, μιλώ γενικά -
8 generalize
1) (to make a general rule etc that can be applied to many cases, based on a number of cases: He's trying to generalize from only two examples.) γενικεύω2) (to talk (about something) in general terms: We should stop generalizing and discuss each problem separately.) γενικεύω, μιλώ γενικά -
9 информация
η πληροφορία, η ενημέρωση, τα στοιχεία/δεδομέναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > информация
-
10 обобщать
обобщ||атьнесов γενικεύω. -
11 обобщение
обобщ||ениес ἡ γενίκευση [-ις]:делать \обобщениеение γενικεύω. -
12 делать
ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.деланный, βρ: -лан, -а, -о.1. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω•делать мебель φτιάχνω έπιπλο.
|| δημιουργώ.2. ασχολούμαι, διεξάγω•делать опыты κάνω πειράματα.
|| κάνω•делать выбор κάνω εκλογή, εκλέγω•
делать уроки κάνω τα μαθήματα•
делать ошибку κάνω (διαπράττω) λάθος•
делать предложение κάνω πρόταση, προτείνω•
делать попытку κάνω απόπειρα, αποπειρώμαι• κάνω προσπάθεια•
делать подарок κάνω δώρο, δωρίζω•
делать покупки κάνω τα ψώνια, ψωνίζω•
делать различия κάνω διακρίσεις•
делать прогулку κάνω περίπατο•
делать глупости κάνω (διαπράττω) ανοησίες.
|| επιβάλλω•делать выговор επιβάλλω ποινή.
|| εκτελώ•делать сто оборотов в минуту κάνω εκατό στροφές στο λεπτό.
3. συμπεριφέρομαι, ενεργώ•делать все по своему κάνω πάντα από κεφαλιού μου, όπως μου αρέοει.
|| παρέχω προξενώ•делать добро κάνω καλό•
делать одолжение δανείζω.
εκφρ.это -ет вам честь – αυτό σας τιμά•что с ним -? – τι να κάνεις μ’ αυτόν;•нечего делать – δεν έχω τι να κάνω•делать всеобщим – γενικεύω•делать на скорую руку – κάνω (διεκπεραινω) στα γρήγορα•делать мину (ή лицо, физиономию) – κάνω μορφασμό, μορφάζω" делать упреки μέμφομαι, κακίζω, ψέγω•делать под себя – τα κάνω ή κατουριέμαι στο κρεβάτι•от нечего делать – μη έχοντας τι να κάνω.1. γίνομαι, καθίσταμαι•злым γίνομαι κακός (ή αγριεύω)•
погода -ется хуже и хуже ο καιρός όλο και -χειροτερεύει•
-ется темно σκοτεινιάζει•
делать скупым γίνομαι τσιγγούνης•
он -ется смешным αυτός γίνεται γελοίος (γελοιοποιείται).
2. συμβαίνω•что у вас -ется дома? τι συμβαίνει (τι γίνεται) στο σπίτι σας;•
что с ним -ется? τι του συμβαίνει;•
как это -ется? πως συμβαίνει (γίνεται) αυτό;•
с ним иногда -ются обморки συμβαίνει κάποτε αυτός να λιποθυμά•
там -ются странные вещи εκεί συμβαίνουν παράξενα πράγματα•
ему -ется дурно от этого питья αυτός γίνεται χάλια απ’ αυτό το πιοτό.
|| αναφύομαι, αναπτύσσομαι, βγαίνω•у него -ется нарыв на ноге στο πόδι του βγαίνει σπυρί.
3. σχηματίζομαι, δημιουργούμαι•на стене -ются трещины ο τοίχος σχηματίζει ρωγμές (ραγίζεται, σκάζει).
4. κατασκευάζομαι, φτιάχνομαι. || συμπεριφέρομαι•-итесь с ним, как знаете συμπεριφερθήτε του, όπως ξέρετε.
εκφρ.что ему (тебе, мне – κ.τ.τ.) -ется τι μπορεί να του συμβαίνει. -
13 обобщение
-я ουδ.γενίκευση, καθολίκευση, επέκταση•обобщение опыта новаторов γενίκευση της πείρας καινοτόμων•
делать обобщение γενικεύω.
-
14 синтезировать
-руга, -руешьρ.δ.κ.σ.μ.1. συνθέτω, κάνω σύνθεση ή ένωση ή γενίκευση, ενώνω, γενικεύω.2. (χημ.) ενώνω.συ-ντιθεμαι. συγκροτούμαι. -
15 суммировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.1. αθροίζω, προσθέτω.2. συγκεφαλεώνω, γενικεύω.1. αθροίζομαι.2. συγκεφαλεώνομαι, γεν ικεύομαι.
См. также в других словарях:
γενικεύω — γενικεύω, γενίκευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γενικεύω — 1. μετατρέπω κάτι από μερικό σε γενικό 2. επεκτείνω 3. καθιστώ κάτι κοινό σε πολλούς, το διαδίδω 4. παθ. μπορώ να γενικευθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στα Πρακτικά Γερουσίας Ιονίου Κράτους] … Dictionary of Greek
γενικεύω — γενίκευσα, γενικεύτηκα, γενικευμένος 1. κάνω κάτι από μερικό γενικό: Γενίκευσε το θέμα της ομιλίας του. 2. επεκτείνω, διευρύνω, διαδίδω: Η διαμάχη γενικεύτηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γενίκευση — η 1. καθολίκευση 2. η καθολική, η γενική εφαρμογή αρχής, νόμου, κανόνα 3. επέκταση («η γενίκευση τής συζήτησης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γενικεύω. Η λ. γενίκευσις μαρτυρείται από το 1849 στον Τιμολ. Δρακούλη] … Dictionary of Greek
γενικεύσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να γενικευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενικεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Νικόλ. Κοντόπουλου] … Dictionary of Greek
καθολικεύω — καθιστώ κάτι καθολικό, γενικεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθολικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
καθολικεύω — καθολίκευσα, καθολικεύτηκα, καθολικευμένος, κάνω κάτι γενικό, το γενικεύω: Η συνήθεια αυτή καθολικεύτηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)