Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

γενειόλης

См. также в других словарях:

  • γενειόλης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενειόλου — γενειόλης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενειόλα — γενειόλᾱ , γενειόλης masc nom/voc/acc dual γενειόλης masc voc sg γενειόλᾱ , γενειόλης masc gen sg (doric aeolic) γενειόλης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενειόλας — γενειόλᾱς , γενειόλης masc acc pl γενειόλᾱς , γενειόλης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»