Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

γεναρχῶν

См. также в других словарях:

  • γεναρχῶν — γενάρχης founder masc gen pl γεναρχέω to be the ancestor of the human race pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιντοϊσμός — Εθνική θρησκεία της Ιαπωνίας πολυθεϊστικού τύπου: η λατρεία αποδίνεται όχι μόνο στις καθαυτό θεότητες μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η Αματερασού, η θεά του Ήλιου που κατέχει την πρώτη θέση στο πάνθεον αλλά και στους προγόνους και στα πνεύματα,… …   Dictionary of Greek

  • Ισαάκ — Βιβλικό πρόσωπο.Γιος του Αβραάμ και της Σάρας, θεωρείται γενάρχης των Εβραίων. Στο πρόσωπό του, σύμφωνα με την παράδοση, πραγματοποιήθηκε η υπόσχεση του Θεού προς τον Αβραάμ ότι θα του έδινε τη γη Χαναάν και απογόνους που θα έφερναν την ευλογία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»