-
1 γεναρχών
γενάρχηςfounder: masc gen plγεναρχέωto be the ancestor of the human race: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
2 γεναρχῶν
γενάρχηςfounder: masc gen plγεναρχέωto be the ancestor of the human race: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
3 γεναρχέω
A to be the ancestor of the human race, ὁ γεναρχῶν ἄνθρωπος (of the Gnostic πρωτάνθρωπος) lamb.Myst.10.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεναρχέω
См. также в других словарях:
γεναρχῶν — γενάρχης founder masc gen pl γεναρχέω to be the ancestor of the human race pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιντοϊσμός — Εθνική θρησκεία της Ιαπωνίας πολυθεϊστικού τύπου: η λατρεία αποδίνεται όχι μόνο στις καθαυτό θεότητες μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η Αματερασού, η θεά του Ήλιου που κατέχει την πρώτη θέση στο πάνθεον αλλά και στους προγόνους και στα πνεύματα,… … Dictionary of Greek
Ισαάκ — Βιβλικό πρόσωπο.Γιος του Αβραάμ και της Σάρας, θεωρείται γενάρχης των Εβραίων. Στο πρόσωπό του, σύμφωνα με την παράδοση, πραγματοποιήθηκε η υπόσχεση του Θεού προς τον Αβραάμ ότι θα του έδινε τη γη Χαναάν και απογόνους που θα έφερναν την ευλογία… … Dictionary of Greek