Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

γενέϑλη

См. также в других словарях:

  • γενέθλη — και γενέθλα, η (Α) 1. (για πρόσωπα) γενιά, οικογένεια 2. (για άλογα) γένος, ράτσα 3. γόνοι, απόγονοι 4. τόπος γεννήσεως, κοιτίδα 5. ο χρόνος τής γέννησης κάποιου, η γέννηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενε (< *γεν∂ ), δισύλλαβη μορφή τής ρίζας γεν τού… …   Dictionary of Greek

  • γενέθλη — race fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενέθλῃ — γενέθλη race fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενέθλαις — γενέθλη race fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενέθλην — γενέθλη race fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενέθλης — γενέθλη race fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενέθλῃσι — γενέθλη race fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενέθλῃσιν — γενέθλη race fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • γενέθλα — γενέθλᾱ , γενέθλη race fem nom/voc/acc dual γενέθλᾱ , γενέθλη race fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενέθλας — γενέθλᾱς , γενέθλη race fem acc pl γενέθλᾱς , γενέθλη race fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»