Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

γενέθλιος

См. также в других словарях:

  • Γενέθλιος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενέθλιος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενέθλιος — α, ο (AM γενέθλιος, ον, Α και γενέθλιος, α, ον) [γενέθλη] 1. ο σχετικός με τη γέννηση ή την ημέρα τής γέννησης κάποιου 2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα γενέθλια α) η επέτειος τής ημέρας τής γέννησης κάποιου β) ο εορτασμός αυτής τής ημέρας αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • γενέθλιος — α, ο ο σχετικός με τη γέννηση: Γενέθλια πόλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γενεθλίοις — Γενέθλιος of masc dat pl Γενέθλιος of neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γενεθλίου — Γενέθλιος of masc gen sg Γενέθλιος of neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γενεθλίων — Γενέθλιος of masc gen pl Γενέθλιος of neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεθλίως — γενέθλιος of adverbial γενέθλιος of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γενεθλίῳ — Γενέθλιος of masc dat sg Γενέθλιος of neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γενέθλιον — Γενέθλιος of masc acc sg Γενέθλιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενέθλιον — γενέθλιος of masc/fem acc sg γενέθλιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»