Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

γεμ-ίζω

См. также в других словарях:

  • -ιστός — (ΑΜ ιστός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τος τών ρηματικών επιθ. (πρβλ. αγαπη τός < αγαπώ, λυ τός < λύω) από το θ. σε ισ τού αορ. πολλών ρημάτων (συνήθως σε ίζω), πρβλ. αρχ. κυλίνδω «κυλῶ», αόρ. ἑκύλ ισ α > κυλ ισ τός, νεοελλ. γεμ ίζω,… …   Dictionary of Greek

  • κοντόγεμος — η, ο και κοντογεμάτος, η, ο σχεδόν γεμάτος, μισογεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + γεμος (< θ. γεμ τού γεμ ίζω), πρβλ. μισό γεμος, ολό γεμος] …   Dictionary of Greek

  • μισόγεμος — ή, ο μισογεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισ(ο) * + γεμος(< θ. γεμ τού γεμ ίζω), πρβλ. κοντό γεμος, ολό γεμος] …   Dictionary of Greek

  • κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»