-
1 γεμίζω
γεμίζω, anfüllen, vollpacken, befrachten, bes. Schiffe, τινός, womit, σποδοῦ λέβητας Aesch. Ag. 443; πλοῖα χρημάτων Xen. Hell. 6, 2, 14; Thuc. 7, 53; ναῦν σίτου Dem. 34, 36; ναῠς στρατιωτῶν Pol. 1, 18, 9; γεμίζειν ὕδωρ, ein Gefäß mit Wasser füllen, Paus. 3, 13, 2. – Pass., voll sein, befrachtet sein, γεγεμισμένης τῆς νεώς Dem. 34, 10; γεμισϑεὶς ποτὶ σέλμα γαστρὸς ἄκρας Eur. Cycl. 503; sp. D.; γεγέμισται πελάγευς ναῦς Lucill. 112 (XI, 247); vgl. Mel. 20 (XII, 89).
-
2 γεμίζω
γεμίζω, anfüllen, vollpacken, befrachten, bes. Schiffe, τινός, womit; γεμίζειν ὕδωρ, ein Gefäß mit Wasser füllen; pass., voll sein, befrachtet sein -
3 κατα-γεμίζω
κατα-γεμίζω, beladen, σκάφη ὑπὲρ τὴν δύναμιν αὐτῶν D. Cass. 74, 13.
-
4 ἀπο-γεμίζω
ἀπο-γεμίζω, entladen, pass., Dion. Hal. 3, 44.
-
5 ἐπι-γεμίζω
ἐπι-γεμίζω, noch dazu füllen, B. A. 94, durch ἐπισάξαι erkl., LXX.
-
6 ὑπερ-γεμίζω
ὑπερ-γεμίζω, überfüllen, überladen, Xen. Vect. 4, 39.
-
7 ἀπογεμίζω
-
8 ἐπιγεμίζω
-
9 καταγεμίζω
-
10 ὑπεργεμίζω
ὑπερ-γεμίζω, überfüllen, überladen
См. также в других словарях:
γεμίζω — γεμίζω, γέμισα, γεμισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: γεμίζω : χωρίς παθητική φωνή, γιατί σημαίνει και → καταλαμβάνω, καλύπτω τελείως κτλ. και → καταλαμβάνομαι, καλύπτομαι τελείως κτλ. Σε ορισμένα λεξικά απαντάται το γεμίζομαι ως παθητικό της… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γεμίζω — fill full of pres subj act 1st sg γεμίζω fill full of pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… … Dictionary of Greek
γεμίζω — γέμισα, γεμισμένος 1. κάνω κάτι να είναι γεμάτο, πληρώ: Γέμισα την μπανιέρα με νερό. 2. ικανοποιώ: Ο γάμος μου δε με γεμίζει. 3. παχαίνω: Γέμισε στη διάρκεια της εγκυμοσύνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεγεμισμένα — γεμίζω fill full of perf part mp neut nom/voc/acc pl γεγεμισμένᾱ , γεμίζω fill full of perf part mp fem nom/voc/acc dual γεγεμισμένᾱ , γεμίζω fill full of perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεμίζετε — γεμίζω fill full of pres imperat act 2nd pl γεμίζω fill full of pres ind act 2nd pl γεμίζω fill full of imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεμίσω — γεμίζω fill full of aor subj act 1st sg γεμίζω fill full of fut ind act 1st sg γεμίζω fill full of aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεμίσῃ — γεμίζω fill full of aor subj mid 2nd sg γεμίζω fill full of aor subj act 3rd sg γεμίζω fill full of fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεγεμισμέναι — γεμίζω fill full of perf part mp fem nom/voc pl γεγεμισμένᾱͅ , γεμίζω fill full of perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεγεμισμένον — γεμίζω fill full of perf part mp masc acc sg γεμίζω fill full of perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεμιζόμενον — γεμίζω fill full of pres part mp masc acc sg γεμίζω fill full of pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)