-
1 γελοιότης
-
2 γελοιότης
γελοιότηςabsurdity: fem nom sg -
3 γελοιότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γελοιότης
-
4 γελοιότης
-
5 γελοιότητα
γελοιότηςabsurdity: fem acc sg -
6 γελοιότητι
γελοιότηςabsurdity: fem dat sg -
7 γελοιότητος
γελοιότηςabsurdity: fem gen sg
См. также в других словарях:
γελοιότης — absurdity fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελοιότητα — γελοιότης absurdity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελοιότητι — γελοιότης absurdity fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελοιότητος — γελοιότης absurdity fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελοιότητα — η (AM γελοιότης) [γελοίος] το να είναι κάποιος ή κάτι γελοίο … Dictionary of Greek