Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γελοιότης

См. также в других словарях:

  • γελοιότης — absurdity fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελοιότητα — γελοιότης absurdity fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελοιότητι — γελοιότης absurdity fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελοιότητος — γελοιότης absurdity fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελοιότητα — η (AM γελοιότης) [γελοίος] το να είναι κάποιος ή κάτι γελοίο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»