Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

γελαστής

См. также в других словарях:

  • γελαστής — laugher masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελαστής — ο (θηλ. γελάστρα, η) (AM γελαστής, ο, γελάστρια, η) [γελώ] αυτός που περιγελάει, που σαρκάζει κάποιον μσν. νεοελλ. εκείνος που χαριεντίζεται, που αστειεύεται νεοελλ. αυτός που ξεγελάει κάποιον, ο απατεώνας …   Dictionary of Greek

  • γελαστής — ο 1. αυτός που κοροϊδεύει, ο είρωνας. 2. ο απατεώνας: Ένας γελαστής τού πήρε πολλά λεφτά δήθεν για να τον γιατρέψει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γελασταί — γελαστής laugher masc nom/voc pl γελαστός laughable fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελαστά — γελαστά̱ , γελαστής laugher masc nom/voc/acc dual γελαστής laugher masc voc sg γελαστής laugher masc nom sg (epic) γελαστός laughable neut nom/voc/acc pl γελαστά̱ , γελαστός laughable fem nom/voc/acc dual γελαστά̱ , γελαστός laughable fem nom/voc …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»