-
1 γελαστικός
γελαστικός, wer lachen kann, zum Lachen geneigt, Sext. Emp.; Luc. vit. auct. 26.
-
2 γελαστικος
-
3 γελαστικός
γελαστικόςable to laugh: masc nom sg -
4 γελαστικός
γελαστικός, wer lachen kann, zum Lachen geneigt -
5 γελαστικός
η, ό[ν] см. γελασηνός -
6 γελαστικός
A able to laugh, S.E.P.2.211, Simp.in Ph.104.27;τό γ. Antig.Mir. 175
, Iamb.Protr.21. κσ; ἄνθρωπος γελεστικόν Luc Vit.Auet.26. Adv.- κῶς Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γελαστικός
-
7 κατα-γελαστικός
κατα-γελαστικός, ή, όν, zum Verspotten geneigt, adv. spöttisch, Poll. 5, 128, adv.
-
8 ἀ-γελαστικός
ἀ-γελαστικός, in Heerden lebend, gesellig, ζῶον, βίος, Sp.
-
9 γελαστικά
γελαστικόςable to laugh: neut nom /voc /acc plγελαστικά̱, γελαστικόςable to laugh: fem nom /voc /acc dualγελαστικά̱, γελαστικόςable to laugh: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
10 γελαστικόν
γελαστικόςable to laugh: masc acc sgγελαστικόςable to laugh: neut nom /voc /acc sg -
11 γελαστικοί
γελαστικόςable to laugh: masc nom /voc pl -
12 γελαστικούς
γελαστικόςable to laugh: masc acc pl -
13 γελαστική
γελαστικόςable to laugh: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
14 γελαστικήν
γελαστικόςable to laugh: fem acc sg (attic epic ionic) -
15 γελαστικού
-
16 γελαστικοῦ
-
17 γελαστικώ
-
18 γελαστικῷ
-
19 γελαστικώς
-
20 γελαστικῶς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γελαστικός — able to laugh masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελαστικός — ή, ό (Α γελαστικός, ή, όν) αυτός που γελάει εύκολα, ο φιλόγελως νεοελλ. εκείνος που προκαλεί γέλιο … Dictionary of Greek
γελαστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει την τάση, που συνηθίζει να γελάει: Είναι γελαστικό παιδί. 2. κοροϊδευτικός, χλευαστικός: Με κοιτάζει πάντα γελαστικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γελαστικά — γελαστικός able to laugh neut nom/voc/acc pl γελαστικά̱ , γελαστικός able to laugh fem nom/voc/acc dual γελαστικά̱ , γελαστικός able to laugh fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελαστικόν — γελαστικός able to laugh masc acc sg γελαστικός able to laugh neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελαστικοί — γελαστικός able to laugh masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελαστικοῦ — γελαστικός able to laugh masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελαστικούς — γελαστικός able to laugh masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελαστική — γελαστικός able to laugh fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελαστικήν — γελαστικός able to laugh fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελαστικῶς — γελαστικός able to laugh adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)