-
1 γεισιποδιζω
-
2 γεισιποδίζω
γεισι-ποδίζω, durch ein Gesims stützen, ein Gesims anlegen
См. также в других словарях:
γεισιποδίζω — (Α) [γεισίπους] στηρίζω το γείσο τής στέγης επάνω στους γεισίποδες … Dictionary of Greek
1 γεισιποδιζω
2 γεισιποδίζω
γεισιποδίζω — (Α) [γεισίπους] στηρίζω το γείσο τής στέγης επάνω στους γεισίποδες … Dictionary of Greek