-
1 γειο-τόμος
γειο-τόμος, = γεωτόμος, ἄροτρον Opp. Cyn. 1, 137.
-
2 γειοτόμος
A = γητόμος, A.R. 1.687, Opp.C.1.137, Nonn.D.21.97, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γειοτόμος
См. также в других словарях:
γειοτόμος — γειοτόμος, ον (Α) γεωτόμος, αυτός που κόβει, χαράζει τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γειο < γη + τομος < τέμνω] … Dictionary of Greek