-
1 γεγωνητέον
γεγωνητέονone must proclaim: masc acc sgγεγωνητέονone must proclaim: neut nom /voc /acc sgγεγωνητέοςmasc /fem acc sgγεγωνητέοςneut nom /voc /acc sg -
2 γεγωνητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεγωνητέον
-
3 γεγωνέω
γεγωνέω (verbal adj. γεγωνητέον)a proclaim, sing ofΘήρωνα δὲ τετραορίας ἕνεκα νικαφόρου γεγωνητέον O. 2.6
c. acc. dupl.,ἐθέλω χαλκάσπιδα Πυθιονίκαν σὺν βαθυζώνοισιν ἀγγέλλων Τελεσικράτη Χαρίτεσσι γεγωνεῖν ὄλβιον ἄνδρα διωξίππου στεφάνωμα Κυράνας P. 9.3
b abs., make oneself heard, lift up one's voice ἅ τε Πίσα με γεγωνεῖν (sc. πράσσει: γέγωνεν coni. Christ) O. 3.9 -
4 ἕνεκα
ἕνεκα prep. c. gen.,1 because ofΘήρωνα δὲ τετραορίας ἕνεκα νικαφόρου γεγωνητέον O. 2.5
τοὔνεκα προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι οἱ πάλιν i. e. therefore O. 1.65 -
5 Θήρων
Θήρων (-ων, -ωνος, -ωνι, -ωνα.) son of Ainesidamos, of the clan Emmenidai; king of Akragas, winner in Olympic chariot race 476 B. C., claimed descent from Kadmos (cf. fr. 119, s. v. Θέρσανδρος).1Θήρωνα δὲ τετραορίας ἕνεκα νικαφόρου γεγωνητέον O. 2.5
μή τιν' ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν πραπίσιν ἀφθονέστερόν τε χέρα Θήρωνος O. 2.95
Θήρωνος Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον ὀρθώσαις O. 3.3
Ἐμμενίδαις Θήρωνί τε O. 3.39
πρὸς ἐσχατιὰν Θήρων ἀρεταῖσιν ἱκάνων O. 3.43
-
6 γέγωνα
γέγων-α, [dialect] Ep. [tense] pf. with [tense] pres. and past signf., used by Hom. in [ per.] 3sg. γέγωνε and part.Aγεγωνώς Il.11.275
, al.: [ per.] 3sg. [tense] plpf. (with [tense] impf. signf.)ἐγεγώνειν 22.34
, 23.425, Od.21.368: later, imper. , S.Ph. 238, E.Or. 1220; subj. ; part. , cf. γεγωνός:—from [tense] pres. *[full] γεγώνω Hom. has inf.γεγωνέμεν Il.8.223
, 11.6, [ per.] 3sg. [tense] impf. ἐγέγωνεν (v.l. γέγωνεν) 14.469:—from [tense] pres. *[full] γεγωνέω come inf.γεγωνεῖν 12.337
, Pi.P.9.3, A.Pr. 523, Pl.Hp.Ma. 292d: [tense] impf.ἐγεγώνευν Od.17.161
,γεγώνευν 9.47
: after Hom., [ per.] 3sg. , Pr. 917b21: [tense] impf.- είτω X.Cyn.6.24
; part.γεγωνέοντες Michel 1383
B ([place name] Chios): [tense] fut. (lyr.): [tense] aor.inf. , part.- ήσας D.C.68.3
; cf. γεγωνητέον, γεγωνίσκω:— shout so as to make oneself heard,κώκυσεν.. γέγωνέ τε πᾶν κατὰ ἄστυ Il.24.703
;ἐβόησε, γέγωνέ τε πᾶσι θεοῖσι Od.8.305
: in [tense] pres. sense, ὅσσον τε γέγωνε βοήσας as far as [a man] can make himself heard by shouting, Od.6.294 (also in past sense, 5.400, al.);οὔ πώς οἱ ἔην βώσαντι γεγωνεῖν Il.12.337
; ἀδηνέως γεγωνέοντες Michel l.c.; make one's voice carry, πολλῷ πλέον γεγωνεῖν (Cobet for ἢ ἀγνοεῖν) ;πορρωτέρω ὁ αὐτὸς τῇ αὐτῇ φωνῇ γεγωνεῖ μετ' ἄλλων ᾄδων καὶ βοῶν ἢ μόνος Arist.Pr. 917b21
: c. dat. pers., cry out to,ἐγεγώνει.. Πουλυδάμαντι Il.14.469
, etc.;θεοῖσι μετ' ἀθανάτοισι γεγώνευν Od.12.370
; make oneself heard by a person,οὐδέν σοι μᾶλλον γεγωνεῖν δύναμαι ἢ εἴ μοι παρεκάθησο λίθος Pl.Hp.Ma. 292d
.b speak articulately, opp. to mere sound,ὁ ἀὴρ οὐ γεγωνεῖ Arist.de An. 420a1
;οὐ δύνανται γεγωνεῖν.. ἀλλὰ μόνον φωνοῦσιν Id.Aud. 804b24
.2 c. acc. pers., sing, celebrate, Pi.P.9.3.
См. также в других словарях:
γεγωνητέον — one must proclaim masc acc sg γεγωνητέον one must proclaim neut nom/voc/acc sg γεγωνητέος masc/fem acc sg γεγωνητέος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραορία — ἡ, Α [τετράορος] άρμα με τέσσερεις ίππους, τέθριππο («θύρωνα δὲ τετραορίας ἕνεκα νικαφόρου γεγωνητέον», Πίνδ.) … Dictionary of Greek