1 γεγηθότως
γεγηθότως ( γηϑέω), stendig, Heliod. 7, 5.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > γεγηθότως
2 γεγηθότως
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > γεγηθότως
γεγηθότως — επίρρ. (AM) ευχαρίστως, μετά χαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρημα σχηματισμένο βάσει τού παρακμ. γέγηθα τού ρ. γηθώ* «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι»] … Dictionary of Greek
γεγηθότως — with joy indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)