-
1 γαυρ]
γαυρ] γαυρᾳ[ ?fr. 333b. 5. -
2 γαυρίαμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαυρίαμα
-
3 γαυριάω
A :— bear oneself proudly, prance, prop. of horses,γαυριῶντες Plu.Lyc.22
:—[voice] Med.,φυσῶντα καὶ γαυριώμενον X.Eq.10.16
; to be splendid,γαυριῶσαι.. τράπεζαι Cratin.301
; to be luxuriant,ἡ γῆ θάλλει καὶ γ. Jul.Or.4.155c
; of persons, Phld.Vit. p.27 J., Ph.1.152, al.: c. dat., pride oneself on a thing,εἰ ταύτῃ [τῇ ἥττῃ] γαυριᾷς D.18.244
; so ἐπί σφισι γαυριόωντες (Mcineke - όωντο) Theoc.25.133, cf. Plu.Lyc.30, Palaeph.1.8, Anon.Oxy.220iii3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαυριάω
-
4 γαυρότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαυρότης
-
5 γαυρόω
A make proud, only [tense] aor.ἐγαύρωσα Plu.Cor.15
, D.C.55.6 (unless γαυρῶν 'overriding' (of χρόνος ) is to be read in E.Fr.52.8): elsewh. [voice] Pass. [full] γαυρόομαι, = γαυριάω, exult,στῆ δὲ παρὰ λίμνην γαυρούμενος Batr. 262a
;λέων γαυρούμενος Ph.2.125
: c. dat., pride oneself on,μὴ γαυροῦ σοφίῃ Ps.-Phoc.53
;πλούτῳ γαυρωθείς PFlor.367.11
(iii A. D.); , cf. Ba. 1144;ἐπὶ τῷ ἔργῳ γαυροῦνται X.Hier.2.15
: [tense] impf.ἐγαυρούμην Babr.43.15
, D.C.53.27: [tense] fut. (v.l. γαυρι-): [tense] aor.ἐγαυρώθην PFlor.367.11
(iii A. D.), D.C.48.20: [tense] pf.γεγαύρωμαι LXX Wi.6.2
. -
6 γαύρωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαύρωμα
-
7 γαῦρος
γαῦρ-ος, ον,A exulting in,βοστρύχοισι Archil.58
; : abs., haughty, disdainful, Id.Fr. 788, Ar.Ra. 282; γ. καὶ μετέωρος Luc.Nigr.5, cf. Jul.Caes. 319d; in good sense, splendid, D.Chr. 67.5 ([comp] Comp.), D.C.68.31; epith. of ἔφηβοι, IG7.544,545 ([place name] Tanagra); also, skittish,μόσχω γαυροτέρα Theoc.11.21
: τὸ γ., = γαυρότης, τὸ γ. ἐν φρεσὶν κεκτημένοι E.Supp. 217;τὰ γαῦρα Babr.43.6
. Adv. [comp] Sup.γαυρότατα, εἰπεῖν Max.
Tyr.7.7. (Cf. γαίω.) -
8 γαῦρος
γαῦρος, ον (ΓΑF, s. γαίω), freudig, fröhlich, καὶ ἱλαρός Plut.; gew. stolz, sich brüstend, ὄλβῳ Eur. Suppl. 862; vgl. 229; βοστρύχοις Archil. frg. 33; γαῦρος φρονήματι Plut. Rom. 18, wie Rufin. 37 (V, 27); καὶ μετέωρος Luc. Nigr. 5; oft in der Anth. μὴ γαῠρα φρυάσσου Mal. 22 (XII, 33); αὐχήν Iul. Aeg. 12 ( Plan. 203); νέμεσις ἣ τὰ γαῦρ' ἐποπτεύει Babr. 43, 6; Sp. auch im guten Sinne, ehrwürdig, Scheu einflößend, D. Cass. 68, 31.
См. также в других словарях:
τραχηλιώ — (I) όω, Μ υψώνω τον τράχηλό μου με καμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού τραχηλιῶ, άω, κατά τα συνηρημένα σε όω / ῶ]. (II) άω, ΜΑ 1. σηκώνω τον τράχηλό μου με έπαρση 2. μτφ. επαίρομαι 3. είμαι σκληροτράχηλος, ισχυρογνώμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ … Dictionary of Greek
χαύναξ — αύνακος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) αλαζόνας ή απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από το επίθ. χαῦνος με το επίθημα αξ, ακος (πρβλ. γαύρ αξ, φέν αξ)] … Dictionary of Greek