Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γαῦρ-ος

См. также в других словарях:

  • τραχηλιώ — (I) όω, Μ υψώνω τον τράχηλό μου με καμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού τραχηλιῶ, άω, κατά τα συνηρημένα σε όω / ῶ]. (II) άω, ΜΑ 1. σηκώνω τον τράχηλό μου με έπαρση 2. μτφ. επαίρομαι 3. είμαι σκληροτράχηλος, ισχυρογνώμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ …   Dictionary of Greek

  • χαύναξ — αύνακος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) αλαζόνας ή απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από το επίθ. χαῦνος με το επίθημα αξ, ακος (πρβλ. γαύρ αξ, φέν αξ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»