Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γαυσάπης

См. также в других словарях:

  • γαυσάπης — και γαύσαπος, ο (Α) χοντρό μάλλινο ύφασμα με τριχωτή επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λέξη από κάποια ινδοευρ. γλώσσα τών Βαλκανίων. Πολύ απίθανη παραμένει η υπόθεση πως πρόκειται για δάνειο από το ακκαδ. guzippu, kuzippu] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»