-
1 γαστρόχειρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαστρόχειρ
-
2 ἐγ-χειρο-γάστωρ
ἐγ-χειρο-γάστωρ, ὁ, = γαστρόχειρ, VLL., Ath. I, 4 d.
-
3 γαστερόχειρ
A = γαστρόχειρ (q. v.), Str.8.6.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαστερόχειρ
-
4 ἐγχειρογάστωρ
A = γαστρόχειρ, Cleanth. ap. Clearch.16, Zonar.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγχειρογάστωρ
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий