-
1 γαστρίον
-
2 γαστρίον
γαστρίονpaunch: neut nom /voc /acc sg -
3 γαστρίον
A paunch, SIG1002.9 (Milet., v/iv B. C.); sausage, Archestr.Fr.47, Com.Adesp.394, Milet.6.21 (v B. C.).3 Dim. ofγάστρα 11
, Herm.in Phdr.p.202A.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαστρίον
-
4 γαστρίον,
-
5 ὑπο-γάστριον
ὑπο-γάστριον, τό, der Unterleib vom Nabel an abwärts. Bes. der Untertheil der großen Meerfische, der Thunfische, ein beliebtes Gericht, vgl. Ar. Vesp. 195 u. Schol. dazu, wie Ath. VII c. 65 (302 c ff.), wo Beispiele aus den Comic. beigebracht werden, Poll. 2, 170.
-
6 γαστρία
γαστρίονpaunch: neut nom /voc /acc pl -
7 γαστρίοις
γαστρίονpaunch: neut dat pl -
8 γαστρίων
γαστρίονpaunch: neut gen pl -
9 επιγαστριον
-
10 υπογαστριον
-
11 γαστρίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαστρίδιον
-
12 ὑπογάστριον
ὑπο-γάστριον, τό, der Unterleib vom Nabel an abwärts. Bes. der Unterteil der großen Meerfische, der Thunfische, ein beliebtes Gericht
См. также в других словарях:
γαστρίον — paunch neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστρίον — το βλ. γαστρί … Dictionary of Greek
γαστρία — γαστρίον paunch neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστρίοις — γαστρίον paunch neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστρίων — γαστρίον paunch neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
γαστρί — το (AM γαστρίον) [γαστήρ] νεοελλ. γλαστράκι, συνήθως σταμνί τού οποίου έσπασε το επάνω μέρος μσν. κάθε μεταλλικό έλασμα πανοπλίας στο μέρος τής κοιλιάς αρχ. 1. είδος αλλαντικού 2. γλύκισμα με σουσάμι … Dictionary of Greek
δαυλί — το 1. μικρός δαυλός 2. φρ. «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καμένα» για όσους μιλούν ασυνάρτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαυλίον, υποκοριστικό τού μσν. δαυλός (πρβλ. γαστρίον γαστρί, δαυκίον δαυκί, καρφίον καρφί] … Dictionary of Greek