-
1 γανάοντες
γανάωνmasc nom /voc pl -
2 γανάω
A glitter, gleam, of metals; Hom. always in [dialect] Ep. part.,θώρηκες λαμπρὸν γανόωντες Il.13.265
;κόρυθες λαμπρὸν γανόωσαι 19.359
: hence, look fresh and smiling, πρασιαὶ.. ἐπηετανὸν γανόωσαι, of garden-beds, Od.7.128;νάρκισσον.. γανόωντα h.Cer.10
;χαλκῷ γανάοντας ἐφήβους Mus.Belg.16.70
(Attica, ii A. D.); ὀφθαλμοὶ γανόωντες, in phthisis, Aret.SD1.8.2 exull, rejoice, Opp.H.1.659.II trans., make bright, Arat.190; cf. γανάσσαι· σμῆξαι, ἡδῦναι, Hsch.2 γανάοντες glorifying, Herm. for γανάεντες, A. Supp. 1019 (lyr.).
См. также в других словарях:
γανάοντες — γανάων masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάκαρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αίολου και της Αμφιθέας. Αγάπησε την αδελφή του, Κανάκη, με την οποία συνδέθηκε. Όταν ο Αίολος έμαθε τις σχέσης τους, έστειλε στην Κανάκη ένα ξίφος, με το οποίο αυτοκτόνησε πρώτα εκείνη και ύστερα ο Μ. Ο… … Dictionary of Greek