-
1 γαμηλία
γαμηλίᾱ, γαμήλιοςof: fem nom /voc /acc dualγαμηλίᾱ, γαμήλιοςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————γαμηλίᾱͅ, γαμήλιοςof: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 γαμηλίᾳ
Βλ. λ. γαμηλία -
3 γαμήλια
γαμήλιοςof: neut nom /voc /acc plγαμήλιοςof: neut nom /voc /acc pl -
4 γαμηλίας
γαμηλίᾱς, γαμήλιοςof: fem acc plγαμηλίᾱς, γαμήλιοςof: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 γαμηλίαν
γαμηλίᾱν, γαμήλιοςof: fem acc sg (attic doric aeolic) -
6 τέλειος
τέλειος, τέλεος (-ειε; -είᾳ, -έαν, -έαις; -ειον acc.)a = τετελεσμένος, fulfilled τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν ( τέλειον with ἐσλόν τι, Σ.) P. 9.89 λτ;γτ;ενοφῶν τελέαις εὐχωλαῖς ἰανθείς fr. 122. 19.b complete, perfectτελέαν δ' ἔχει δόξαν ἀπ ἀρχᾶς P. 8.24
χορευτὰν τελεώτατον (sc. Πᾶνα) fr. 99.I epith. of ZeusΖεῦ τέλεἰ, αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν O. 13.115
Ζεῦ τέλεἰ P. 1.67
II of Hera, (ἔστι γὰρ αὐτὴ γαμηλία καὶ ζυγία Σ.)Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ N. 10.18
-
7 τέλεος
τέλειος, τέλεος (-ειε; -είᾳ, -έαν, -έαις; -ειον acc.)a = τετελεσμένος, fulfilled τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν ( τέλειον with ἐσλόν τι, Σ.) P. 9.89 λτ;γτ;ενοφῶν τελέαις εὐχωλαῖς ἰανθείς fr. 122. 19.b complete, perfectτελέαν δ' ἔχει δόξαν ἀπ ἀρχᾶς P. 8.24
χορευτὰν τελεώτατον (sc. Πᾶνα) fr. 99.I epith. of ZeusΖεῦ τέλεἰ, αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν O. 13.115
Ζεῦ τέλεἰ P. 1.67
II of Hera, (ἔστι γὰρ αὐτὴ γαμηλία καὶ ζυγία Σ.)Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ N. 10.18
-
8 γαμήλιος
γᾰμήλ-ιος, ον,A of or for a wedding, bridal, nuptial, (lyr.); ; ; ; ;οὐχ ἧψαν φῶς τὸ γ. Epigr.Gr.256.7
([place name] Cyprus);ζυγὸν γ. IG14.2125
; of divinities, presiding over marriage, Ath.5.185b, Poll.1.24;Ἀφροδίτα E.Fr.781.17
(lyr.).II as Subst., γαμήλιος (sc. πλακοῦς), ὁ, bride cake, Philetaer.13.5.2 γαμηλία (sc. θυσία), ἡ, wedding-feast, γαμηλίαν εἰσφέρειν τοῖς φράτερσι contribute the wedding feast for one's clansmen, D.57.69; τοῖς φ. ὑπέρ τινος ib.43, cf.Is.3.79: abs., ib.76.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαμήλιος
-
9 μυστιπολεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυστιπολεύω
См. также в других словарях:
γαμηλία — γαμηλίᾱ , γαμήλιος of fem nom/voc/acc dual γαμηλίᾱ , γαμήλιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμηλίᾳ — γαμηλίᾱͅ , γαμήλιος of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμήλια — γαμήλιος of neut nom/voc/acc pl γαμήλιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμηλίας — γαμηλίᾱς , γαμήλιος of fem acc pl γαμηλίᾱς , γαμήλιος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Угощение фраторов — • Γαμήλια, угощение фраторов при введении жены во фратрию мужа (γαμηλίαν ει̉σφέρειν). Demosth. Eubul. 43. 69 … Реальный словарь классических древностей
απαύλια — Γαμήλια γιορτή των αρχαίων Ελλήνων. Γινόταν τη μεθεπομένη του γάμου στο σπίτι του πεθερού του γαμπρού, όπου ο τελευταίος διανυκτέρευε (απηυλίζετο). Κατά τη διάρκεια της γιορτής αυτής του προσφερόταν για δώρο η απαυλιστηρία (είδος χλαίνης).… … Dictionary of Greek
γαμηλίαν — γαμηλίᾱν , γαμήλιος of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
μυρμηγκιά — Γενική ονομασία των εντόμων της μεγάλης οικογένειας των μυρμηκιδών, της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι γνωστά πάνω από 6.000 είδη μ., που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και σε διάφορες λεπτομερείς: όλα όμως έχουν μερικά κοινά μορφολογικά… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
NUPTIAE — a nubendo, quod nova Nupta seu Sponsa flammeô obnupta seu obvelata ad Sponsum olim deducebatur, Alias Matrimonium, Coniugium etc. erat viri et mulieris coniunctio legitima, vitae societatem continens, Ioh. Rosin. Antiqq. Rom. l. 9. c. 3. Quod… … Hofmann J. Lexicon universale