-
1 γαληνιος
-
2 γαλήνιος
α, ο [ος, ον ]1) безветренный, тихий, спокойный (о морг и т. п.); 2) перен. спокойный, безмятежный -
3 γαλήνιος
[ галиниос] επ тихий, спокойный, безмятежный. -
4 γαληνιαίος
α, ο[ν] см. γαλήνιος -
5 γαληνός
η, ό[ν] см. γαλήνιος -
6 γλαρός
η, ό1) ясный, светлый (о глазах); 2) умный, смышлёный; 3) см. γαλήνιος; 4) сладкий, чувственный, сладострастный (о взгляде)
См. также в других словарях:
γαλήνιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλήνιος — α, ο (AM γαλήνιος, ον) ατάραχος, ήρεμος … Dictionary of Greek
γαλήνιος — α, ο ο ήρεμος, ο ατάραχος, ο πράος, ο ακύμαντος: Το πρόσωπό του έχει πάντα μια γαλήνια έκφραση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαληνίως — γαλήνιος adverbial γαλήνιος masc/fem acc pl (doric) γαληνής adverbial (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλήνιον — γαλήνιος masc/fem acc sg γαλήνιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαληνίοις — γαλήνιος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαληνίου — γαλήνιος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαληνίους — γαλήνιος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαληνίων — γαλήνιος masc/fem/neut gen pl γαληνής masc/fem/neut gen pl (doric) γαληνιάω to be calm imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) γαληνιάω to be calm imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαληνίῳ — γαλήνιος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαρός — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή … Dictionary of Greek