Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

γαλήνιος

См. также в других словарях:

  • γαλήνιος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλήνιος — α, ο (AM γαλήνιος, ον) ατάραχος, ήρεμος …   Dictionary of Greek

  • γαλήνιος — α, ο ο ήρεμος, ο ατάραχος, ο πράος, ο ακύμαντος: Το πρόσωπό του έχει πάντα μια γαλήνια έκφραση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαληνίως — γαλήνιος adverbial γαλήνιος masc/fem acc pl (doric) γαληνής adverbial (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλήνιον — γαλήνιος masc/fem acc sg γαλήνιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαληνίοις — γαλήνιος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαληνίου — γαλήνιος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαληνίους — γαλήνιος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαληνίων — γαλήνιος masc/fem/neut gen pl γαληνής masc/fem/neut gen pl (doric) γαληνιάω to be calm imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) γαληνιάω to be calm imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαληνίῳ — γαλήνιος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαρός — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»