-
1 γαλιός
ο минога -
2 минога
миногаж зооλ. ὁ γαλεός, ὁ γαλιός. -
3 γαλ(ε)ιά
η см. γαλιός -
4 γαλέος
-
5 γαλ(ε)ιά
η см. γαλιός
См. также в других словарях:
γαλιός — ο κοινή ονομασία διαφόρων ψαριών που ανήκουν στα είδη Γαλεός, Μούστελος, Καρχαρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γαλέος] … Dictionary of Greek