-
1 γαλακτοειδής
γαλακτοειδήςlike milk: masc /fem nom sg -
2 γαλακτοειδής
γᾰλακτο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαλακτοειδής
-
3 γαλακτοειδές
γαλακτοειδήςlike milk: masc /fem voc sgγαλακτοειδήςlike milk: neut nom /voc /acc sg -
4 γαλακτοειδούς
-
5 γαλακτοειδοῦς
-
6 γαλακτοειδών
-
7 γαλακτοειδῶν
-
8 γαλακτοειδώς
-
9 γαλακτοειδῶς
-
10 γαλακτώδης
γᾰλακτ-ώδης, ες,A = γαλακτοειδής, ὑγρότης Arist.HA 540b32;γ. τροφή Id.PA 692a15
;χυμός Thphr.CP6.4.1
.2 milk-warm, tepid, Herod.Med. ap. Orib.5.30.38, Antyll.ib.9.23.9, Alex.Trall.Febr. 4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαλακτώδης
См. также в других словарях:
γαλακτοειδής — like milk masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτοειδής — ές (Α γαλακτοειδής, ές) αυτός που μοιάζει στο χρώμα με το γάλα, ο γαλακτώδης νεοελλ. εκείνος που μοιάζει στη σύσταση με το γάλα … Dictionary of Greek
γαλακτοειδές — γαλακτοειδής like milk masc/fem voc sg γαλακτοειδής like milk neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτοειδοῦς — γαλακτοειδής like milk masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτοειδῶν — γαλακτοειδής like milk masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτοειδῶς — γαλακτοειδής like milk adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek