-
21 γαληνείας
γαληνείᾱς, γαλήνειαfem acc plγαληνείᾱς, γαλήνειαfem gen sg (attic doric aeolic)γαληνείᾱς, γαλήνηstillness of the sea: fem acc plγαληνείᾱς, γαλήνηstillness of the sea: fem gen sg (attic doric aeolic) -
22 γαλάνα
γαλά̱νᾱ, γαλήνηstillness of the sea: fem nom /voc /acc dual (doric)γαλά̱νᾱ, γαλήνηstillness of the sea: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
23 γαλάνας
γαλά̱νᾱς, γαλήνηstillness of the sea: fem acc pl (doric)γαλά̱νᾱς, γαλήνηstillness of the sea: fem gen sg (doric aeolic) -
24 γαλήνας
γαλήνᾱς, γαλήνηstillness of the sea: fem acc plγαλήνᾱς, γαλήνηstillness of the sea: fem gen sg (doric aeolic) -
25 Γαληνών
-
26 Γαληνῶν
-
27 Γαλήν'
Γαλήνᾱͅ, Γαλήνηstillness of the sea: fem dat sg (doric aeolic) -
28 γαλήν'
-
29 γαλῆν'
-
30 γαλανείαι
γαλᾱνείᾱͅ, γαλήνηstillness of the sea: fem dat sg (attic doric aeolic) -
31 γαληνεία
γαληνείᾱ, γαλήνειαfem nom /voc /acc dualγαληνείᾱ, γαλήνηstillness of the sea: fem nom /voc /acc dual -
32 γαληνών
γαλήνηstillness of the sea: fem gen plγαληνήςmasc /fem /neut gen pl (attic epic doric)γαληνόςcalm: masc /fem /neut gen pl -
33 γαληνῶν
γαλήνηstillness of the sea: fem gen plγαληνήςmasc /fem /neut gen pl (attic epic doric)γαληνόςcalm: masc /fem /neut gen pl -
34 γαλάναν
γαλά̱νᾱν, γαλήνηstillness of the sea: fem acc sg (doric aeolic) -
35 γαλάνεια
γαλά̱νεια, γαλήνηstillness of the sea: fem nom /voc sg (doric) -
36 γαλάνη
γαλά̱νη, γαλήνηstillness of the sea: fem nom /voc sg (attic epic doric ionic) -
37 γαλήν'
γαλήνᾱͅ, γαλήνηstillness of the sea: fem dat sg (doric aeolic) -
38 γαλήνεια
γαλήνειαfem nom /voc sgγαλήνηstillness of the sea: fem nom /voc sg -
39 γαληναίη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαληναίη
-
40 γαλήνεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαλήνεια
См. также в других словарях:
Γαλήνη — stillness of the sea fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλήνη — stillness of the sea fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλήνῃ — Γαλήνη stillness of the sea fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλήνῃ — γαλήνη stillness of the sea fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλήνη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Νηρηίδες, κόρη του Ιχθύος και της Ησυχίας. Εικονίζεται σε πολλά αγγεία και δακτυλιόλιθους, πάντα μέχρι το στήθος, με τα μαλλιά λυτά, να κολυμπάει στη θάλασσα. 2. Μία από τις Βάκχες. Το όνομά της… … Dictionary of Greek
γαλήνη — η 1. η ηρεμία, η μπουνάτσα, η νηνεμία: Είχε γαλήνη και κάναμε βαρκάδα. 2. μτφ., η ησυχία, η αταραξία, η πραότητα: Ύστερα απ’ αυτόν τον καβγά διαταράχτηκε η ψυχική μου γαλήνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αγία Γαλήνη — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.260 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο ΝΑ τμήμα του νομού, στις εκβολές του ξηροποτάμου Πλατύ. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λάμπης … Dictionary of Greek
Γαλήνηι — Γαλήνῃ , Γαλήνη stillness of the sea fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλήνηι — γαλήνῃ , γαλήνη stillness of the sea fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαληνεύω — [γαλήνη] 1. (για τη θάλασσα και τον καιρό) γίνομαι γαλήνιος, καλμάρω 2. καταπραΰνω, καθησυχάζω κάποιον 3. (αμτβ.) καταπραΰνομαι, ησυχάζω … Dictionary of Greek
Γαληνῶν — Γαλήνη stillness of the sea fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)