Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

γαιοκτήμονας

См. также в других словарях:

  • γαιοκτήμονας — ο αυτός που κατέχει μεγάλες εκτάσεις γης, ο μεγαλοκτηματίας, ο τσιφλικάς: Την υιοθέτησε ένας πλούσιος γαιοκτήμονας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαιοκτήμονας — ο ο κάτοχος γαιών, ο τσιφλικάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαιο < γαία + κτήμων < κτήμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Π. Γ. Καλκανδή] …   Dictionary of Greek

  • γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… …   Dictionary of Greek

  • κανακάρης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από την Πάτρα. Ήταν πλούσιος γαιοκτήμονας και διετέλεσε στην Κωνσταντινούπολη μωραγιάνης και βεκίλης πριν από την έκρηξη της Επανάστασης. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1820 στην… …   Dictionary of Greek

  • κληρούχος — ο (AM κληροῡχος) ο κάτοχος κλήρου, αυτός που πήρε ή δικαιούται να πάρει τμήμα γης με κλήρο («τετρακισχιλίους κληρούχους ἐπί τῶν ἱπποβοτέων τῇ χώρῃ λείπουσι», Ηρόδ.) αρχ. 1. Αθηναίος πολίτης που λάμβανε κομμάτι γης στις σύμμαχες ή υποτελείς τών… …   Dictionary of Greek

  • κτηματικός — και χτηματικός, ή, ό (AM κτηματικός, ή, όν) [κτήμα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κτήμα, δηλαδή σε αγροτική έκταση ή έπαυλη («κτηματική περιουσία») νεοελλ. φρ. «Κτηματική Τράπεζα» τράπεζα που χορηγεί πιστώσεις με υποθήκη ακίνητα κτήματα αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοτσιφλικάς — ο ιδιοκτήτης μεγάλων εκτάσεων γης, μεγάλος γαιοκτήμονας …   Dictionary of Greek

  • πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) …   Dictionary of Greek

  • τζορμπατζής — και τσορμπατζής, ο, Ν (παλ. τ.) 1. γαιοκτήμονας αφέντης 2. πρόκριτος 3. καλοστεκούμενος, εύπορος, πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. corbaci] …   Dictionary of Greek

  • Αλή Φαρμάκης — (1770 – 1812).Αλβανός από τον Λάλα της Ηλείας, φίλος των Κολοκοτρωναίων. Αρχηγός της ισχυρής οικογένειας των Ισμαηλαίων και μεγάλος γαιοκτήμονας, ο Α.Φ. είχε δεσμούς με Έλληνες οπλαρχηγούς και πρόκριτους της Γορτυνίας και της Ολυμπίας. Θέλοντας… …   Dictionary of Greek

  • Άντερσον, Τζέιμς — (James Anderson,1739 – 1808).Σκοτσέζος γαιοκτήμονας και οικονομολόγος. Ήταν ο πρώτος που ανέλυσε το φαινόμενο της εγγείας προσόδου στο έργο του Παρατηρήσεις για τα μέσα υποκίνησης του πνεύματος της εθνικής βιομηχανίας (1777) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»