-
1 γαγγῆτις
γαγγῆτις, πέτρα, = γαγάτης, Sp. S. N. pr.
См. также в других словарях:
γαγγήτις — και γαγγίτις, η (Α) αυτή που προέρχεται από τον Γάγγη («γαγγῆτις λίθος» ο γαγάτης). [ΕΤΥΜΟΛ. < Γάγγης, με πιθανή επίδραση της λ. γαγάτης*, που οφείλεται σε παρετυμολογία] … Dictionary of Greek
γαγγητικός — γαγγητικός, ή, όν (Α) [γαγγήτις] αυτός που προέρχεται από τον ποταμό Γάγγη των Ινδιών … Dictionary of Greek