Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

γαγγῆτις

См. также в других словарях:

  • γαγγήτις — και γαγγίτις, η (Α) αυτή που προέρχεται από τον Γάγγη («γαγγῆτις λίθος» ο γαγάτης). [ΕΤΥΜΟΛ. < Γάγγης, με πιθανή επίδραση της λ. γαγάτης*, που οφείλεται σε παρετυμολογία] …   Dictionary of Greek

  • γαγγητικός — γαγγητικός, ή, όν (Α) [γαγγήτις] αυτός που προέρχεται από τον ποταμό Γάγγη των Ινδιών …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»