Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γαβγίζω

См. также в других словарях:

  • γαβγίζω — γαβγίζω, γάβγισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γαβγίζω — και γαβλίζω (Μ γαβγίζω) 1. αλυχτάω (αποδίδεται στη φωνή του σκύλου) νεοελλ. 1. φρ. α) «ο σκύλος εκεί που τρώει γαβγίζει» γι΄ αυτόν που υποστηρίζει το αφεντικό του ή τον προστάτη του β) «σκυλί που γαβγίζει δεν δαγκώνει» αυτός που φωνάζει ή είναι… …   Dictionary of Greek

  • γαβγίζω — γάβγισα 1. (για τα σκυλιά), βγάζω δυνατές και επαναλαμβανόμενες κραυγές, αλυχτώ: Ο σκύλος του γείτονα γαβγίζει μόλις με βλέπει. 2. μτφ., φωνάζω δυνατά και επιθετικά: Όταν δεν μπορεί να μιλήσει με επιχειρήματα, γαβγίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταβαΰζω — (AM) υλακτώ, γαβγίζω εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βαΰζω «γαβγίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συνυλακτώ — έω, ΜΑ γαβγίζω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑλακτῶ «γαβγίζω»] …   Dictionary of Greek

  • υλακτώ — ὑλακτῶ, έω, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑλακῶ, άω, Α (για σκυλιά) εκβάλλω φωνή, αλυχτώ, γαβγίζω αρχ. 1. (αμτβ.) μτφ. α) χρησιμοποιείται για τον παλμό ή για τη βοή που κάνει η καρδιά ανθρώπου οργισμένου β) (για κενό στομάχι) ζητώ τροφή 2. (μτβ.) μτφ. α)… …   Dictionary of Greek

  • υπερυλακτώ — έω, Μ γαβγίζω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ὑλακτῶ «γαβγίζω»] …   Dictionary of Greek

  • άζω — (I) ἄζω (Α) αποξηραίνω, μαραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρ. *azd «ξηραίνω, φρύγω, στεγνώνω, από όπου *azd yo < ἄζω, με φωνητική εξέλιξη τού συμπλέγματος dy σε ζ. ΠΑΡ. αρχ. ἀζαίνω, ἀζαλέος, ἀζάνω, ἄζα*]. (II) ἄζω (Α) 1. φωνάζω α, στενάζω, θρηνώ 2.… …   Dictionary of Greek

  • αλυχτομανώ — ( άω) 1. αλυχτώ, γαβγίζω με μανία 2. κραυγάζω, φωνάζω δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλυχτώ + β΄ συνθ. μανώ*. ΠΑΡ νεοελλ. αλυχτομανητό, αλυχτομανιό] …   Dictionary of Greek

  • αλυχτουρώ — ( άω και έω) 1. γαβγίζω, ουρλιάζω 2. γκρινιάζω, παραπονιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα σχηματίστηκε υποχωρητικά από το μσν. ἀλυχτουρυόμαι < ἀλυχτῶ + οὐρυόμαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυχτούρισμα] …   Dictionary of Greek

  • αλυχτώ — ( άω) 1. υλακτώ, γαβγίζω 2. φωνάζω, βρίζω 3. φρ. «αλυχτάει μα δεν δαγκάνει», θορυβεί, δημιουργεί φασαρία χωρίς να είναι επικίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ἀλυκτῶ* ΙΙ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυχταίνω, αλύχτημα, αλυχτησιά, αλυχτιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλυχτομανώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»