Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

γαίο-οι

См. также в других словарях:

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ιουλία — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στην Άγκυρα με πνιγμό σε λίμνη μαζί με τις Αλεξάνδρα, Ευφρασία, Θεοδότη, Κλαυδία, Ματρώνα, Τεκούσα και Φαεινή. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Μαΐου. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής… …   Dictionary of Greek

  • Lexicography of Earth — In general English usage, the name Earth can be capitalized or spelled in lowercase interchangeably, either when used absolutely or prefixed with the (i.e. Earth , the Earth , earth or the earth ). Many deliberately spell the name of the planet… …   Wikipedia

  • Τιβέριος — I (Tiberius). Όνομα 2 Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Ιούλιος Καίσαρ (Ρώμη 42 π.Χ. – Μισένο 37 μ.Χ.). Απόγονος της αριστοκρατικής οικογένειας των Κλαυδίων, μπήκε νεότατος στη δημόσια ζωή και μετά τον γάμο της μητέρας του Λιβίας με τον Αύγουστο έγινε… …   Dictionary of Greek

  • ανώγι — κ. ανώι, το (AM ἀνώγαιον κ. γεον) 1. ο όροφος του σπιτιού πάνω από το ισόγειο 2. παροιμ. «ο Μανόλης με τα λόγια χτίζ ανώγεια και κατώγια» (για φαντασιόπληκτο) αρχ. 1. αίθουσα φαγητού 2. φυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανώγ(ε)ι < μσν. ανώγειον <… …   Dictionary of Greek

  • γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… …   Dictionary of Greek

  • γαιογνώστης — ο αυτός που γνωρίζει καλά την ποιότητα και την αξία των γαιών οι οποίες προσφέρονται για καλλιέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαιο < γαία + γνώστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνστ. Κούμα] …   Dictionary of Greek

  • γαιοδεσπότης — ο ο μεγαλοκτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαιο < γαία + δεσπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • γαιοκτήμονας — ο ο κάτοχος γαιών, ο τσιφλικάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαιο < γαία + κτήμων < κτήμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Π. Γ. Καλκανδή] …   Dictionary of Greek

  • γαιόσακκος — ο σάκκος γεμάτος άμμο που χρησιμοποιείται σε οχυρώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαιο < γαία + σάκκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»