Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

γήτειον

См. также в других словарях:

  • γήτειον — γήτειον, το (Α) βλ. γήθυον …   Dictionary of Greek

  • γήτειον — horn onion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γητείου — γήτειον horn onion neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γητείων — γήτειον horn onion neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γητείῳ — γήτειον horn onion neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γήτεια — γήτειον horn onion neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γήθυον — και γῆθυ και γήτειον, το (Α) είδος πράσου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γηθυλλίς] …   Dictionary of Greek

  • γηθυλλίς — και δωρ. τ. γαθυλλίς, η (Α) είδος πράσου, αμπελόπρασο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. γηθυλλίς θεωρήθηκε σύνθετη (γηθυλλίς) και ερμηνεύτηκε ως «σάκος χώματος» (πρβλ. θύλαξ) καθώς και η λ. γήθυον (γη + *θύον «σάκος»). Ίσως όμως θα ήταν προτιμότερο …   Dictionary of Greek

  • κρομμυογήτειον — κρομμυογήτειον, το (Α) είδος πράσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόμμυον + γήτειον «είδος πράσου»] …   Dictionary of Greek

  • γηθύοις — γήθυον neut dat pl γήτειον horn onion neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηθύου — γήθυον neut gen sg γήτειον horn onion neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»