-
1 γήλοφοι
γήλοφοςhill: masc nom /voc pl -
2 καθ-ήκω
καθ-ήκω, herabkommen, bei Aesch. Ch. 448, πρέπει δ' ἀκάμπτῳ μένει καϑήκειν, zum Kampf hinabsteigen, -gehen; zurückkommen, D. Cass. 39, 10. – Gew. sich bis wohin erstrecken, von Gegenden u. Landstrichen; zunächst auch hinab, nach dem Meere hin, ἡ γῆ ἐπὶ ϑάλασσαν καϑήκουσα Thuc. 2, 27, ὄρος μέγα ἐς ϑάλ. κατῆκον Her. 7, 22, ἐξήλυσις ἐς ϑάλ. κατήκουσα 7, 130, τὰ τείχη εἰς τὴν ϑάλ. καϑήκοντα Xen. An. 1, 4, 4; πέτραι καϑήκουσαι ἐπ' αὐτὸν ποταμόν 4, 3, 11; Sp., wie Paus. 2, 38, 4; eben so von den Einwohnern eines solchen Landes, Αὐσχίσαι ὑπὲρ Βάρκης οἰκέουσι κατήκοντες ἐπὶ ϑάλασσαν Her. 4, 171; 5, 49; ἐπὶ ποταμόν 4, 178; οἱ πρὸς τὸν Μηλιακὸν κόλπον καϑήκοντες Thuc. 3, 96; ähnlich γήλοφοι καϑῆκον ἀπὸ τοῦ ὄρους, zogen sich von dem Berge herab, Xen. An. 3, 4, 24, u. ἡ Μηδία καϑήκει πρὸς τὴν Μεσοποταμίαν Pol. 5, 44, 6; auch καϑῆκεν ἡ διαδοχὴ εἰς ἀδελφούς, die Nachfolge kam auf die Brüder, Plut. Rom. 3. – Auch καϑῆκεν εἰς ἡμᾶς ὁ λόγος, die Reihe zu sprechen kam an uns, Aesch. 2, 25; τῆς βολῆς καϑηκούσης εἰς αὐτόν Plut. Alcib. 2; ἑορτῆς εἰς ἐκείνας τὰς ἡμέρας καϑηκούσης, da das Fest auf jenen Tag fiel, Fab. 18; ähnlich Pol. καϑηκούσης αὐτοῖς ἐκ τῶν νόμων συνόδου κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον, 4, 7, 1, da ihre gesetzliche Versammlung in die Zeit fiel; so ὅταν οἱ χρόνοι καϑήκωσιν οὗτοι, wenn die Zeit eintritt, Arist. H. A. 8, 2; vgl. D. Hal. 2, 5; τῶν χρόνων ἤδη καϑηκόντων Pol. 5, 30, 7. Daher ὁ καϑήκων χρόνος, die schickliche, passende, rechte Zeit, Soph. O. R. 75; πρὸ τοῦ καϑήκοντος χρόνου Aesch. 3, 126, wie αἱ καϑήκουσαι ἡμέραι, die gesetzliche, bestimmte Zeit, Dem. 59, 80, vgl. 78; ἐν τῇ καϑηκούσῃ ὥρᾳ Arist. H. A. 6, 14. So ἐκκλησίαν ποιήσῃ, ὅταν ἐκ τῶν νόμων καϑήκῃ Dem. 19, 185, wenn nach den Gesetzen die Zeit. eintritt, wenn es nach den Gesetzen erforderlich ist; daher übh. καϑήκει μοι, es kommt mir zu, gebührt mir, ist meine Pflicht, οἷς καϑήκει εἰς Καστωλοῦ πεδίον ἀϑροίζεσϑαι Xen. An. 1, 9, 7; τὰ καϑήκοντα ἀποτελεῖν, das Zukommende, seine Schuldigkeit thun, Cyr. 1, 2, 5; τὰ καϑήκοντα ἐφ' ἑαυτὸν ποιεῖν Dem. 10, 37; bes. bei den Stoikern, die Pflicht, D. L. 7, 25; Cic. de off. 1, 3; auch τὰς ἐσϑῆτας καϑηκούσας, geziemende Kleider, Pol. 6, 6, 7. – Her. 7, 19 ἐπὶ κατήκουσι τοῖς πρήγμασι τάδε ποιητέα εἶναι, bei dem Vorgefallenen, unter den gegenwärtigen Umständen.
-
3 εὔ-φυτος
-
4 καθηκω
ион. κᾰτήκω1) простираться, тянуться, доходить(εἰς θάλασσαν Her., Xen. и ἐπὴ θάλασσαν Thuc.; ἐπὴ τὰ ὄρη καὴ τὸν Πόντον Plut.; φλέβες καθήκουσιν εἰς τέν κύστιν Arst.)
πέτραι καθήκουσαι ἐπ΄ αὐτὸν ποταμόν Xen. — скалы, спускающиеся к самой реке;γήλοφοι καθῆκον ἀπὸ τοῦ ὄρους Xen. — за горами начинались холмы;οἱ πρὸς τὸν Μηλιακὸν κόλπον καθήκοντες Thuc. — (племена), живущие у Малийского залива;εἰς λεπτὸν κ. Arst. — заканчиваться острием2) переходить, доставатьсяκαθῆκεν ἥ διαδοχέ εἰς ἀδελφούς Plut. — наследство (царей Альбы) перешло к братьям;
καθῆκεν εἰς ἡμᾶς ὅ λόγος Aeschin. — наступила наша очередь говорить3) ( о времени и во времени) приходитьсяκ. εἰς ἐκείνας τὰς ἡμέρας Plut. — прийтись на те дни, совпасть с теми днями;
κ. κατὰ τὸν χαιρὸν τοῦτον Polyb. — прийтись на это время4) приходить, наступатьτὰ καθήκοντά ἐστι τοιαῦτα Her. — настоящие обстоятельства таковы;ἐπὴ τοῖσι καθήκοισι πρήγμασι Her. — при сложившихся обстоятельствах5) во-время наступать, быть своевременнымὁπότε καθήκοι ὅ χρόνος Xen., ὅταν οἱ χρόνοι καθήκωσιν или ἐν τῇ καθηκούσῃ ὥρᾳ Arst. — когда наступит подходящий момент;
πλείω τοῦ καθήκοντος χρόνου Soph. — дольше, чем следует6) надлежать(εἰς τόπον τινὰ ἀθροίζεσθαι Xen.; ὅταν ἐκ τῶν νόμων καθήκῃ Dem.; τὰς καθηκούσας ἐσθῆτας μεταλαμβάνειν Polyb.)
αἱ καθήκουσαι ἡμέραι Dem. — установленные дни;τὰ καθήκοντα Xen., Dem., Diog.L. — обязанности;τὰ μέ καθήκοντα NT. — недостойные поступки -
5 καθήκω
καθ-ήκω, herabkommen; πρέπει δ' ἀκάμπτῳ μένει καϑήκειν, zum Kampf hinabsteigen, -gehen; zurückkommen. Gew. sich bis wohin erstrecken (von Gegenden u. Landstrichen); zunächst auch hinab, nach dem Meere hin; eben so von den Einwohnern eines solchen Landes; ähnlich γήλοφοι καϑῆκον ἀπὸ τοῦ ὄρους, zogen sich von dem Berge herab; auch καϑῆκεν ἡ διαδοχὴ εἰς ἀδελφούς, die Nachfolge kam auf die Brüder. Auch καϑῆκεν εἰς ἡμᾶς ὁ λόγος, die Reihe zu sprechen kam an uns; ἑορτῆς εἰς ἐκείνας τὰς ἡμέρας καϑηκούσης, da das Fest auf jenen Tag fiel; καϑηκούσης αὐτοῖς ἐκ τῶν νόμων συνόδου κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον, da ihre gesetzliche Versammlung in die Zeit fiel; ὅταν οἱ χρόνοι καϑήκωσιν οὗτοι, wenn die Zeit eintritt. Daher ὁ καϑήκων χρόνος, die schickliche, passende, rechte Zeit; αἱ καϑήκουσαι ἡμέραι, die gesetzliche, bestimmte Zeit. So ἐκκλησίαν ποιήσῃ, ὅταν ἐκ τῶν νόμων καϑήκῃ, wenn nach den Gesetzen die Zeit. eintritt, wenn es nach den Gesetzen erforderlich ist; daher übh. καϑήκει μοι, es kommt mir zu, gebührt mir, ist meine Pflicht; τὰ καϑήκοντα ἀποτελεῖν, das Zukommende, seine Schuldigkeit tun; bes. bei den Stoikern: die Pflicht; auch τὰς ἐσϑῆτας καϑηκούσας, geziemende Kleider; ἐπὶ κατήκουσι τοῖς πρήγμασι τάδε ποιητέα εἶναι, bei dem Vorgefallenen, unter den gegenwärtigen Umständen.
См. также в других словарях:
γήλοφοι — γήλοφος hill masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύφυτος — εὔφυτος, ον (Α) ο φυτεμένος καλά, πυκνά («εὔφυτοι γήλοφοι», Πολυδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φυτος (< φύομαι), πρβλ. έμ φυτος, κατά φυτος] … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
Κραννών — I Αρχαία πόλη της Θεσσαλίας, στα ΝΔ της Λάρισας. Σύμφωνα με τις άμεσες και έμμεσες πληροφορίες των ιστορικών και των περιηγητών, εικάζεται ότι ήταν η σπουδαιότερη πόλη σε πλούτο και δύναμη ύστερα από τη Λάρισα, στην περιοχή της Πελασγιώτιδας.… … Dictionary of Greek
Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… … Dictionary of Greek
Μπουρκίνα Φάσο — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με τον Νίγηρα, στα ΒΔ με το Μάλι, στα Να με την Ακτή του Ελεφαντοστού και στα Ν με την Γκάνα, το Τόγκο και την Μπενίν.H M.Φ. δημιουργήθηκε το 1960 από τον διαμελισμό της Γαλλικής Δυτικής Aφρικής και… … Dictionary of Greek