-
1 τύμβος
τύμβος, ὁ, eigtl. die Stelle, wo eine Leiche verbrannt ist ( τύφω), bustum, gew. der über der Asche u. den Gebeinen aufgeschüttete Erdhügel, der Grabhügel; Il. 2, 604. 793; τύμβον δ' ἀμφ' αὐτὴν ἕνα ποίεον 7, 435; στήλῃ κεκλιμένος ἀνδροκμήτῳ ἐπὶ τύμβῳ 11, 371; τῷ κέν οἱ τύμβον μὲν ἐποίησαν Παναχαιοί Od. 1, 239 u. öfter; Pind. N. 10, 66 Ol. 1, 93; τύμβῳ χέουσα τάςδε χοάς Aesch. Ch. 85, u. öfter; Soph., wie Eur., Ar. u. in Prosa überall; – übh. Erdhügel, γῆς Qu. Sm. 1, 328. – In B. A. 304 wird erkl. οὐ τὸν τάφον λέγει, ἀλλὰ τὸν τόπον τὸν ἀπεικόνισμα σχόντα (Leichenstein), ὅπερ ἡμεῖς ἐπιζήτημα λέγομεν; Eur. vrbdt auch γέρων τύμβος, = τυμβογέρων, Med. 1206, gleichsam ein wandelndes Grab; vgl. Heracl. 167 u. Ar. Lys. 372.
-
2 τύμβος
τύμβος, ὁ, eigtl. die Stelle, wo eine Leiche verbrannt ist ( τύφω), bustum, gew. der über der Asche u. den Gebeinen aufgeschüttete Erdhügel, der Grabhügel; übh. Erdhügel; γέρων τύμβος, = τυμβογέρων, gleichsam ein wandelndes Grab
См. также в других словарях:
τύμβος — Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν στην αρχαιότητα ο τάφος ενός ή πολλών ατόμων πάνω από τον οποίο συσσωρευόταν σωρός από χώμα. Συνήθως ήταν μεγαλοπρεπής τάφος ο οποίος έφερε το λεγόμενο σήμα, μια πέτρα δηλαδή ή πλάκα ή επιτύμβια στήλη. Η συνήθεια να … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
τυμβογέρων — οντος, ὁ, ΜΑ αυτός που έχει το ένα του πόδι στον τάφο, ο υπερβολικά γέροντας, εσχατόγηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + γέρων (για τη σημ. βλ. λ. τύμβος)] … Dictionary of Greek