-
1 γενει...
-
2 γενει
-
3 γένει
γένοςrace: neut nom /voc /acc dual (attic epic)γένεϊ, γένοςrace: neut dat sg (epic ionic)γένοςrace: neut dat sg -
4 γένει'
γένεια, γένειονpart covered by the beard: neut nom /voc /acc pl -
5 γένει
родомродеΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γένει
-
6 παγ-γενεί
-
7 γενειάτης
A bearded, Theoc. 17.33, Luc.Bis Acc.28, Jul.Or.4.131a, Call.Dian.90:—fem. [suff] γενει-ᾶτις,τρίγλα Sophr.31
; [dialect] Ion.γενειῆτις τρίγλη Eratosth.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενειάτης
-
8 γενειάζω
A get a beard, come to man's estate, D.H.1.76, AP12.12 (Flacc.);ἄρτι γενειάσδων Theoc.11.9
, cf. CIG 3715 (Apamea Bith.): [tense] pf.γεγενείακα Philem.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενειάζω
-
9 γενείασις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενείασις
-
10 γενειάσκω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενειάσκω
-
11 γενειαστήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενειαστήρ
-
12 γενειάς
A beard, κυάνεαι.. γενειάδες ἀμφὶ γένειον (pl. for sg.) Od.16.176;δάσκιον γενειάδα A.Pers. 316
, cf. S.Tr.13, Theoc.2.78;πρός <σε> γενειάδος.. ἄντομαι E.Supp. 277
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενειάς
-
13 γενειάω
A = γενειάζω, grow a beard, get a beard,ἐπὴν δὴ παῖδα γενειήσαντα ἴδηαι Od.18.269
, cf. 176, Hp.Nat.Puer.20, X.An.2.6.28, etc.;εἰς ἄνδρα γενειῶν Theoc.14.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενειάω
-
14 γενειόλης
A = γενειάτης, Hdn.Gr. 2.638.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενειόλης
-
15 γένειον
A part covered by the beard, chin, Od.16.176;πολιὸν γ. Il.22.74
; esp. in supplication,ἔλλαβε χειρὶ γενείου 8.371
;γ. χειρὶ παχείῃ ἁψάμενος 10.454
;γενείου λευκήρη τρίχα A.Pers. 1056
(lyr.), cf. Th. 666, Hdt.2.36: in pl., S.OT 1277, Plu.Ant.1;κείρασθαι τὰ γ. Id.Cat.Mi.53
: prov. of a lean animal, οὐδὲν ἄλλο πλὴν γ. τε καὶ κέρατα nothing but chin and horns, Ar.Av. 902.4 pl., teeth of a saw, Nic.Th.53.5 dub. sens. in IG11(2).165.11, 28 (Dclos, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γένειον
-
16 γένος
a folk, clan, people, nation ὄφρα ἵκωμαι πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος Iamidai O. 6.25ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾶν O. 6.71
κόσμον Ὀλυμπίᾳ, ὅν σφι Ζεὺς γένει ὤπασεν Blepsiadai O. 8.83εὔχομαί νιν Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δόμεν γέρας ἔπι Βάττου γένει P. 5.124
ἓν ἀνδρῶν, ἓν θεῶν γένος N. 6.1
ἕπεται δέ, ( ἐπέβα coni. Wil.) Θεαῖε, ματρώων πολύγνωτον γένος ὑμετέρων εὐάγων τιμὰ ( πολυγνώτῳ γένει coni. Er. Schmid) N. 10.37καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος N. 10.54
Σπαρτῶν ἱερὸν γένος ἀνδρῶν ὑμνήσομεν; fr. 29. 2.ἢ γαῖαν κατακλύσαισα θήσεις ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος; Pae. 9.20
φιλόμαχον γένος ἐκ Περσέος fr. 164. πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν fr. 213. 3. and therefore, lineage, descent βασιλεύς, ἐξὠκεανοῦ γένος ἥρως δεύτερος P. 9.14
of horses? Πος]ειδάνιο[ν] γένος[ (sc. ? ἵππων Bury) Pae. 2.41b children, offspring Ἐρινὺς ἔπεφνέ οἱ σὺν ἀλλαλοφονίᾳ γένος ἀρήιον the children of Oidipous O. 2.42 τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες Agamemnon and Menelaos O. 13.58 “ἀλλοδαπᾶν κριτὸν εὑρήσει γυναικῶν ἐν λέχεσιν γένος, οἳ” the children of the Argonauts by the women of Lemnos P. 4.51 ἀνέρες, Ἐννοσίδα γένος Euphamos and Periklymenos P. 4.173 ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος (τὰς Γοργόνας. Σ.) P. 12.13 more generally, children, descendants, line: εὔφρων ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον λοιπῷ γένει the descendants of the people of Akragas O. 2.15τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν αἰεὶ τέλλετο P. 4.256
πατρὸς δ' ἀμφοτέραις ἐξ ἑνὸς ἀριστομάχου γένος Ἡρακλέος βασιλεύει P. 10.3
Αἰακῷ σε φαμὶ γένει τε Μοῖσαν φέρειν N. 3.28
δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ (Wil.: ἐς γενεὰς codd.: ἐγγενὲς e Σ paraphr. Rittershusius: ἐς γένος Fulv. Orsinus: i. e. the descendants of Peleus) N. 4.68 ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει τοῦτό οἱ γέρας the line of Neoptolemos N. 7.39 Ἰφικλέος μὲν παῖς ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει (Θηβαίοις. Σ.) I. 1.30 φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις ἐπ Αἰολάδᾳ καὶ γένει εὐτυχίαν τετάσθαι Παρθ. 1. 13. specifically, child, son: “ οὐκέτι τλάσομαι ψυχᾷ γένος ἁμὸν ὀλέσσαι” Asklepios P. 3.41c fragg. ]γένος τε δαιμο[ Δ... ]ν γένος[ Θρ. 4b. 2. -
17 γένος
A race, stock, kin,ἀμφοτέροισιν ὁμὸν γ. ἠδ' ἴα πάτρη Il.13.354
;αἷμά τε καὶ γ. Od.8.583
; ;γένος πατέρων αἰσχυνέμεν Il.6.209
;γ. ἀπόλωλε τοκήων Od.4.62
; : freq. abs. in acc., ἐξ Ἰθάκης γένος εἰμί from Ithaca I am by race, 15.267, cf. Il. 5.544, 896, S.Ph. 239, etc.; in [dialect] Att. freq. with the Art., ;Ar.
Pax 186, cf. Pl.Sph. 216a: so in dat.,γένει πολῖται D.23.24
; γένει υἱός, opp. an adopted son, Id.44.2; οἱ ἐν γένει, = συγγενεῖς, S.OT 1430;οἱ ἔξω γένους Id.Ant. 660
;οὐδὲν ἐν γένει Id.OT 1016
;γένει προσήκειν τινί X.An.1.6.1
;γένει ἀπωτέρω εἶναι D. 44.13
: in gen., γένους εἶναί τινος to be of his race, , cf. X.HG4.2.9; ἐγγυτέρω, ἐγγύτατα γένους, nearer, next of kin, Is.8.33, A.Supp. 388.2 direct descent, opp. collateral relationship,γένος γάρ, ἀλλ' οὐχὶ συγγένεια Is.8.33
; αἱ κατὰ γένος βασιλεῖαι hereditary monarchies, Arist.Pol. 1285a16, 1313a10.II offspring, even of a single descendant,σὸν γ. Il.19.124
, 21.186;ἡ δ' ἄρ' ἔην θεῖον γ. οὐδ' ἀνθρώπων 6.180
;ἁμὸν Οἰδίπου γ. A. Th. 654
; Διὸς γ., of Bacchus, S.Ant. 1117 (lyr.);Τέκμησσα, δύσμορον γ. Id.Aj. 784
.2 collectively, offspring, posterity,ἐκεῖνοι καὶ τὸ γ. τὸ ἀπ' ἐκείνων Th.1.126
;ἐξώλη ποιεῖν αὐτὸν καὶ γ. καὶ οἰκίαν D.19.71
.III generally, race, of beings, ;ἡμιθέων γ. ἀνδρῶν Il.12.23
; ἡμιόνων, βοῶν γ., Il.2.852, Od.20.212; ἵππειον γ., i.e. mules, S.Ant. 342;ἰχθύων πλωτὸν γ. Id.Fr.941.9
.b clan, house, family, Hdt.1.125, etc.; Φρὺξ μὲν γενεῇ, γένεος δὲ τοῦ βασιληΐου ib.35; τοὺς ἀπὸ γένους men of noble family, Plu.Rom.21;ἱερεὺς κατὰ γ. IG 5(1).497
, al.; also ἱέρεια ἀπὸ γένους, διὰ γένους, ib.607.29,602; esp. at Athens and elsewhere as a subdivision of the φρατρία, Arist.Ath. Fr.3, Pl.Alc.1.120e, etc.; = Lat. gens, D.S.4.21, Plu.Num.1.e of animals, breed, Id.4.29.2 age, generation, Od.3.245; γ. χρύσεον, etc., Hes.Op. 109: hence, age, time of life,γένει ὕστερος Il.3.215
, cf. Arist.Rh. 1408a27.V class, sort, kind,τὰ γ. τῶν κυνῶν ἐστι δισσά X.Cyn.3.1
;τὸ φιλόσοφον γ. Pl. R. 501e
; τὸ τῶν γεωργῶν [γ.] Id.Ti. 17c, cf. R. 434b, Arist.Pol. 1329a27;τῶν ἰχθυοπωλῶν γ. Xenarch.7.4
;τὸ τῶν παρασίτων γ. Nicol.
Com.1.1, etc.2 in Logic, opp. εἶδος (species), Pl.Prm. 129c, al., Arist.Top. 102a31, 102b12, al.;τὰ γ. εἰς εἴδη πλείω καὶ διαφέροντα διαιρεῖται Id.Metaph. 1059b36
.3 in the animal kingdom, τὰ μέγιστα γ., = the modern Classes, such as birds, fishes, Id.HA 490b7, cf. 505b26; so in the vegetable kingdom, γένη τὰ μέγιστα, = σιτώδη, χεδροπά and ἀνώνυμα, Thphr.HP8.1.1.b genus, τὸ τῶν καρκίνων γ., τὸ τῶν περιστερῶν γ., etc., Arist.HA 487b17, 488a4;τῶν δένδρων καὶ τῶν φυτῶν εἴδη πλείω τυγχάνει καθ' ἕκαστον γένος Thphr.HP1.14.3
;τοῦ αὐτοῦ γένους [πίτυς] καὶ πεύκη Dsc. 1.69
, al.c γένος τι a species of plant, Thphr.HP4.8.13; so later, γένη, = crops,ἄλλοις γένεσι τοῖς πρὸς πυρὸν διοικουμένοις PTeb.66.43
, al. (ii B. C.);οἷς ἐὰν αἱρῶμαι γένεσι πλὴν κνήκου PAmh.2.91.15
(ii A. D.); produce, POxy.727.20 (ii A. D.); materials, ib.54.16 (iii A. D.); ἐν γένεσιν in kind, opp. ἐν ἀργυρίῳ, PFay.21.10 (ii A. D.). -
18 ΓΈΝος
ΓΈΝος ( genus), τό, 1) Geschlecht, Stamm, bes. edles Geschlecht; Hom. Iliad. 6, 209 μηδὲ γένος πατέρων αἰσχυνέμεν, οἳ μέγ' ἄριστοι ἔν τ' Ἐφύρῃ ἐγένοντο καὶ ἐν Λυκίῃ εὐρείῃ; Odyss. 8, 583 ἦ τίς τοι καὶ πηὸς ἀπέφϑιτο Ἰλιόϑι πρὸ ἐσϑλὸς ἐών, γαμβρὸς ἢ πενϑερός, οἵ τε μάλιστα κήδιστοι τελέϑουσι μεϑ' αἷμά τε καὶ γένος αὐτῶν, Homerisch, αἷμα und γένος stehn παραλλήλως; Iliad. 13, 354 ἦ μὰν ἀμφοτέροισιν ὁμὸν γένος ἠδ' ἴα πάτρη, γένος und πάτρη stehn παραλλήλως; Odyss. 15, 533 ὑμετέρου δ' οὐκ ἔστι γένος (v. l. γένευς) βασιλεύτερον ἄλλο ἐν δήμῳ Ἰϑάκης; 17, 523 Κρήτῃ ναιετάων, ὅϑι Μίνωος γένος ἐστίν; 6, 35 ἤδη γάρ σε μνῶνται ἀριστῆες κατὰ δῆμον πάντων Φαιήκων, ὅϑι τοι γένος ἐστὶ καὶ αὐτῇ; 14, 199 sqq. ἐκ μὲν Κρητάων γένος εὔ. χομαι εὐρειάων, ἀνέρος ἀφνειοῖο πάις· πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι υἱέες ἐν μεγάρῳ ἠμὲν τράφεν ἠδ' ἐγένοντο γνήσιοι ἐξ ἀλόχου· ἐμὲ δ' ὠνητὴ τέκε μήτηρ παλλακίς, ἀλλά με ἶσον ἰϑαιγενέεσσιν ἐτίμα Κάστωρ Ὑλακίδης, τοῦ ἐγὼ γένος (var. lect. πάις, Scholl.) εὔχομαι εἶναι, accusat. γένος, in Bezug auf das Geschlecht; Iliad. 21, 186 φῆσϑα σὺ μὲν ποταμοῦ γένος ἔμμεναι εὐρυρέοντος, αὐτὰρ ἐγὼ γενεὴν μεγάλου Διὸς εὔχομαι εἶναι: γένος offenbar ganz gleichbedeutend mit γενεά; Odyss. 21, 335 πατρὸς δ' ἐξ ἀγαϑοῦ γένος εὔχεται ἔμμεναι υἱός; Iliad. 5, 896 ἐκ γὰρ ἐμεῦ γένος ἐσσί, ἐμοὶ δέ σε γείνα το μήτηρ, beide Sätze παραλλήλως; Odyss. 15, 267 ἐξ Ἰϑάκης γένος εἰμί, πατὴρ δέ μοί ἐστιν Ὀδυσσεύς. – Sp. Ep. gradezu = Vaterland, Call. Iov. 5; Dion. Per. 213; γένος μέν εἰμι τῆς περιῤῥύτου.Σκύρου Soph. Phil. 239; τὸ γένος ἐξ Ἐλέας Plat. Soph. 216 a; τὸ γένος ἀπ' ἐκείνων Thuc. 1, 126; οἱ γένει πολῖται, der Geburt nach, entggstzt ποιητοί, Dem. 23, 24, wie υἱός 44, 2. Uebh. die ganze Verwandtschaft, οἱ ἐν γένει Soph. O. R. 1430 u. öfter; vgl. Eur. Alc. 903; οἱ ἔξω γένους Soph. Ant. 656; ἐγγύτατα γένους εἶναι, sehr nahe verwandt sein, Aesch. Suppl. 388; γένει ἐγγυτάτω εἶναί τινι Dem. 43, 3. 44, 15; ἐγγὺς τοῦ γένους εἶναι, ein Verwandter sein, Xen. Hell. 4, 2, 9; γένει προςήκειν τινί An. 1, 6, 1. In att. Gerichtssprache = die Descendenten, οἱ συγγενεῖς = die Collateralen, s. Schömann zu Is. 458. In Athen: eine Abtheilung von Bürgern (30 γένη machen eine Phratrie aus), ohne daß sie verwandt zu sein brauchten. – 2) Sprößling, Nachkomme, Il. 19, 124 ἤδη ἀνὴρ γέγον' ἐσϑλός, ὃς Ἀργείοισιν ἀνάξει, Εὐρυσϑεὺς Σϑενέλοιο πάις Περσηιάδαο, σὸν γένος· οὔ οἱ ἀεικὲς ἀνασσέμεν Ἀργείοισιν; 6, 180 von der Chimära ἡ δ' ἄρ' ἔην ϑεῖον γένος, οὐδ' ἀνϑρώπων; von der Artemis 9, 538 ἡ δὲ χολωσαμένη, δῖον γένος, ἰοχέαιρα ὦρσεν ἔπι χλούνην σῦν; Odyss. 16, 401 οὐκ ἂν ἔγωγε κατακτείνειν ἐϑέλοιμι Τηλέμαχον· δεινὸν δὲ γένος βασιλήιόν ἐστιν κτείνειν; manche Stellen zweideutig, indem sich γένος auch eben so gut als accus. der näheren Bestimmung auffassen läßt, »in Bezug auf das Geschlecht«; s. z. B. Odyss. 4, 62 sq. οὐ γὰρ σφῷν γε γένος ἀπόλωλε τοκήων, ἀλλ' ἀνδρῶν γένος ἐστὲ διοτρεφέων βασιλήων. – Oefter bei Pind. u. Tragg.; seltner in Prosa, Her. 3, 159; Thuc. 1, 126; αὐτὸν καὶ γένος καὶ οἰκίαν Dem. 19, 71; D. Hal. 3, 47. – 3) Von Her. an Volksstamm, Volk; τὸ Δωρικὸν γένος 1, 56; bes. von adligen Geschlechtern, 1, 101. 2, 164; übh. Adel des Geschlechts, καὶ πλοῦτος καὶ κάλλος Plat. Gorg. 523 c; Legg. IV, 711 e; οἱ ἀπὸ γένους, Leute von Familie, Plut. Rom. 21 Cat. mai. 1. – 4) Geschlecht, als Inbegriff einer Menge, γένος ἀνδρῶν, ἀνϑρώπων; Hom. Iliad. 12, 23 ἡμιϑέων γένος ἀνδρῶν; von Thieren, Odyss. 20, 212 οὐδέ κεν ἄλλως ἀνδρί γ' ὑποσταχύοιτο βοῶν γενος εὐρυμετώπων; Iliad. 2, 852 ἐξ Ἐνετῶν, ὅϑεν ἡμιόνων γένος ἀγροτεράων. – Hesiod. vom Stahl, Theog. 161 αἶψα δὲ ποιήσασα γένος πολιοῦ ἀδάμαντος τεῦξε μέγα δρέπανον. – Tragg.; ϑεῶν γένος Soph. Ai. 392; τὸ μαντικόν, = μάντεις, Ant. 1042; von Thieren, ἱππεῖον 341; φιλόσοφον, χρηματιστικόν, Plat. Rep. VI, 501 e IV, 434 c u. öfter; τῶν γεωργῶν, der Stand, Tim. 17 c. – In Beziehung auf die Zeit, ἀνδρῶν γένος, Menschenalter; wie γενεά; Hom. Odyss. 3, 245 τρὶς γὰρ δή μίν φασιν ἀνάξασϑαι γένε' ἀνδρῶν, die einzige Homerische Stelle, in welcher der plur. von γένος erscheint; – Hesiod. Op. 109 χρύσεον γένος ἀνϑρώπων, 127 γένος ἀργύρεον, 143 γένος ἀνϑρώπων χάλκειον, 159 ἀνδρῶν ἡρώων ϑεῖον γένος, οἳ καλέονται ἡμίϑεοι προτέρῃ γενεῇ, 176 γένος σιδήρεον; – Hom. Iliad. 3, 215 γένει ὕστε-ρος, jünger. – 5) Geschlecht, als Naturun ter schi ed, sexus, Plat. Conv. 189 d u. öfter; vom Geschlecht der Wörter, Gramm. – 6) Gattung, im Ggstz der εἴδη, genus – species; Plat. Parm. 129 c, u. öfter bei Philosophen; γένει μέν ἐστι πᾶν ἕν, τὰ δὲ μέρη Plat. Phil. 12 e; dah. auch die Elemente so heißen, Tim. 55 b ff.
-
19 γενος
1) рождение, происхождение(ὁμὸν γ. ἠδ΄ ἴα πάτρη Hom.)
γένει πολίτης Dem. — природный гражданин, т.е. коренной;αἱ κατὰ γ. βασιλεῖαι Arst. — наследственная царская власть;γ. εἶναί (ἔκ) τινος Hom. — происходить от кого-л.;γ. τῆς Σκύρου Soph. — родом из Скироса;τὸ γ. ἐξ Ἐλέας Plat. — родом из Элеи;ποδαπὸς τὸ γ. εἶ ; Arph. — откуда ты родом?;γένει ὕστερος Hom. — самый младший2) род, семья(αἷμά τε καὴ γ. Hom.)
οἱ ἐν γένει Soph. — родные, родственники;οἱ ἔξω γένους Soph. — чужие;γένει προσήκειν τινί Xen. — приходиться родственником кому-л.;3) отпрыск, потомок или потомство(θεῖον, δῖον, βασιλήϊον Hom.; ἐκεῖνοι καὴ τὸ γ. τὸ ἀπ΄ ἐκείνων Thuc.)
γένους ἐπάρκεσις Soph. — поддержка со стороны детей4) род, племя(Δωρικόν Her.)
χρύσεον γ. ἀνθρώπων Hes. — золотой век человечества;иногда описательно:τὸ μαντικὸν γ. Soph. = μάντεις;τὸ φιλόσοφον γένος Plat. = φιλόσοφοι;γ. ἀδάμαντος Hes. = ἀδάμας5) тж. pl. знатное происхождение(γένη καὴ πλοῦτοι Plat.)
ὅθι τοι γ. ἐστί Hom. — ибо ты знатного рода;οἱ ἀπὸ γένους Plut. — знатные люди, знать6) пол(γ. ἄρρεν, θῆλυ Arst.)
7) биол. ( в зависимости от предмета) род— семейство;
— отряд;— разряд, класс;— вид;— разновидность, порода (ἰχθύων, ἐντόμων, ἵππων, γ. τι βοῶν Arst.)8) лог. род(ἠδιὰ τῶν γενῶν διαίρεσις Arst.)
τὰ εἴδη μετέχει τῶν γενῶν Arst. — виды причастны, т.е. подчинены родам9) грам. род10) филос. элемент, стихия(τὰ τέτταρα γένη Plat.)
-
20 γένε'
γένεα, γένοςrace: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)γένει, γένοςrace: neut nom /voc /acc dual (attic epic)γένεϊ, γένοςrace: neut dat sg (epic ionic)γένει, γένοςrace: neut dat sgγένεε, γένοςrace: neut nom /voc /acc dual (epic ionic)γένεο, γίγνομαιcome into a new state of being: aor imperat mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic)γένεο, γίγνομαιcome into a new state of being: aor ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic)
См. также в других словарях:
γένει — γένος race neut nom/voc/acc dual (attic epic) γένεϊ , γένος race neut dat sg (epic ionic) γένος race neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένει' — γένεια , γένειον part covered by the beard neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα … Deutsch Wikipedia
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
γένε' — γένεα , γένος race neut nom/voc/acc pl (epic ionic) γένει , γένος race neut nom/voc/acc dual (attic epic) γένεϊ , γένος race neut dat sg (epic ionic) γένει , γένος race neut dat sg γένεε , γένος race neut nom/voc/acc dual (epic ionic) γένεο ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Nicomachean Ethics — Part of a series on Aristotle … Wikipedia
Crasis — Sound change and alternation Metathesis Quantitative metathesis … Wikipedia
METRAGYRTA — Graece Μητραγύρτης, Callias vocatur Aristoteli Rhetor. ad Theodect. l. 3. c. 2. Λέγω δ᾿ δ᾿ οἷον, οὐπεὶ τὰ ἐναντία εν τῷ αὐτῷ γένει, τὸ φᾶναι τὸν μὲν πτωχεύοντα ἔυχεςθαι, τὸν δ᾿ ἐυχόμενον πτωχεύειν. ἵτι ἄμφω ἀιτήσεις, τὸ εἰρημένον ἐςτὶ ποιεῖν, Ω῾ς … Hofmann J. Lexicon universale
SACER Ales — apud Virg. Aen. l. 11. v. 721. Quam facile Accipiter saxo sacer ales ab alto: Accipiter est Graece Ι῾έραξ; unde illi hoc nomen potius, quam a verbo ἵεςθαι, ut vult Eustathius in Od. Ο. Ι῾έραξ ἱεροῦται Η῾λίῳ Α᾿πόλλωνι διά τε τὸ ὀξὺ τῆς κινήςεως… … Hofmann J. Lexicon universale
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
πυρηνικός — ή, ό, Ν [πυρήνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα τού ατόμου 2. φρ. α) «πυρηνικά καύσιμα» (πυρην.) υλικά καταλλήλως διαμορφωμένα, με τα οποία τροφοδοτούνται οι πυρηνικοί αντιδραστήρες για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και τών… … Dictionary of Greek