-
1 ζωνογάστορες
ζωνο-γάστορες (- γάστριαι cod.)· οἱ τὰς γαστέρας ζωννύμενοι, Hsch.: ζωνογάστωρ· ὁ τὴν γαστέρα ζωννύμενος, Gramm. in ReitzensteinGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωνογάστορες
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский