-
1 γάρος
-
2 γαρος
-
3 γάρος
γάροςsauce: masc nom sg -
4 γάρος
Grammatical information: m.Meaning: `sauce or paste, made of brine and small fish' (A.)Other forms: also n. (pap.), γάρον (Str.)Derivatives: γαράριον, γαρηρόν `vase for γ.' (pap.); γαριτικός (pap.); γαρῖνος and γαρίσκος fish names (Marcell. Sid.); Strömberg Fischnamen 41 and 88.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. From here Lat. garum. See DELG.Page in Frisk: 1,290-291Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γάρος
-
5 γάρος
ο1) рассол; 2) жирное пятно, грязь; 3) желтизна, плохой вид (застиранного белья) -
6 γάρους
γάροςsauce: masc acc pl -
7 γάρω
γάρονsauce: neut nom /voc /acc dualγάρονsauce: neut gen sg (doric aeolic)γάροςsauce: masc nom /voc /acc dualγάροςsauce: masc gen sg (doric aeolic)——————γάρονsauce: neut dat sgγάροςsauce: masc dat sg -
8 γαρον
-
9 garos
garos, ī, m. (γάρος), ein uns unbekannter Fisch, Plin. 31, 93 u. 32, 148 (vgl. garum).
-
10 γάρον
-
11 ταριχηρος
-
12 рассол
рассолм ἡ ἄλμη, ἡ σαλαμούρα, ὁ γάρος:крепкий \рассол ἡ δυνατή ἄλμη· огуречный \рассол ἡ σαλαμούρα ἀπό ἀγγούρια τουρσί. -
13 γάρ'
γάρα, γάρονsauce: neut nom /voc /acc plγάρε, γάροςsauce: masc voc sg -
14 γάροις
γάρονsauce: neut dat plγάροςsauce: masc dat pl -
15 γάρον
γάρονsauce: neut nom /voc /acc sgγάροςsauce: masc acc sg -
16 γάρου
γάρονsauce: neut gen sgγάροςsauce: masc gen sg -
17 γάρων
γάρονsauce: neut gen plγάροςsauce: masc gen pl -
18 garos
garos, ī, m. (γάρος), ein uns unbekannter Fisch, Plin. 31, 93 u. 32, 148 (vgl. garum). -
19 рассол
-а α.αρμύρα, σαλαμούρα, άλμη•рассол рыб ιχθυάλμη, γάρος•
рассол с кислотой οξάλμη.
-
20 γαράριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαράριον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γάρος — sauce masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάρος — ο (AM γάρος, ο, Μ και γάρος, το) 1. η άλμη, η σαλαμούρα μέσα στην οποία διατηρούνται ελιές, ψάρια, λαχανικά κ.λπ. 2. σάλτσα που γίνεται με μικρά ψάρια και αλάτι ή με αλατισμένα εντόσθια ψαριών, λάδι και λεμόνι νεοελλ. 1. φρ. «ο γάρος είναι τού… … Dictionary of Greek
γάρος — ο η άρμη, η σαλαμούρα: Το τυρί χάλασε γιατί δεν το βάλαμε σε γάρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γάρους — γάρος sauce masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαριάζω — και γαρίζω (Μ γαρίζω) 1. λερώνω, λιγδιάζω («τό γάριασες το πουκάμισο») 2. (αμτβ., για ενδύματα κυρίως λευκά) παίρνω χρώμα κιτρινωπό από το κακό πλύσιμο, γανιάζω 3. μελανιάζω απ το κλάμα, γανιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γαριάζω < γάρος ή < γαριά και… … Dictionary of Greek
γάρω — γάρον sauce neut nom/voc/acc dual γάρον sauce neut gen sg (doric aeolic) γάρος sauce masc nom/voc/acc dual γάρος sauce masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαράτος — η, ο [γάρος] (για ψάρια και τουρσιά) αυτός που διατηρείται μέσα σε γάρο, σε άρμη … Dictionary of Greek
γαρέλαιον — γαρέλαιον, το (Α) αλοιφή φτιαγμένη από γάρο και λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάρος + έλαιον] … Dictionary of Greek
γαριά — η [γάρος] η λίγδα, η βρομιά στα ρούχα … Dictionary of Greek
οξύγαρον — ὀξύγαρον και ὀξόγαρον, τὸ (Α) άρτυμα από ξίδι και γάρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + γάρος «άλμη»] … Dictionary of Greek
πεπερόγαρον — τὸ, Μ γάρος με πιπέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέπερι + γάρον «άλμη, σαλαμούρα»] … Dictionary of Greek