-
1 γάμμα
-
2 γαμμα
τό indecl. гамма (3-я буква греч. алфавита - Γ, γ) Xen., Plat., Plut., Luc. -
3 γάμμα
γάμμαthe letter: neut -
4 γάμμα
-
5 γάμμα
-
6 γάμμα
Grammatical information: n.Meaning: name of a letter (X.)Other forms: γέμμα (Democr.)Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.Etymology: From Semitic, cf. Hebr. gīmel and the word for `camel': Hebr. gāmāl, Aram. gamlā (Schwyzer 140 w. n. 4).Page in Frisk: 1,288Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γάμμα
-
7 γάμμα
το άκλ. гамма (название третьей буквы греческого алфавита) -
8 δί-γαμμα
-
9 γάμμ'
γάμμα, γάμμαthe letter: neut -
10 generalised gamma distributions
= generalized gamma distributions; Creedy and Martin generalised gamma distribution; Creedy and Martin generalized gamma distributionFrench\ \ distributions gamma généraliséesGerman\ \ verallgemeinerte Gamma-VerteilungenDutch\ \ gegeneraliseerde gamma-verdelingenItalian\ \ distribuzioni gamma generalizzataSpanish\ \ distribuciones gamma generalizadaCatalan\ \ distribucions gamma generalitzades; distribucions gamma generalitzades de Creedy i MartinPortuguese\ \ distribuições gama generalizadas;distribuição gama generalizada de Creedy e MartinRomanian\ \ -Danish\ \ generaliserede gamma-fordelingNorwegian\ \ -Swedish\ \ generaliserad gammafördelningGreek\ \ γενικευμένες κατανομές Γάμμα; γενικευμένη κατανομή Γάμμα των Creedy και MartinFinnish\ \ yleistetyt gammajakaumat; Creedyn ja Martinin yleistetty gammajakaumaHungarian\ \ általánosított gamma-eloszlásTurkish\ \ genelleştirilmiş gama dağılımları; Creedy ve Martin genelleştirilmiş gama dağılımıEstonian\ \ üldistatud gammajaotused; Creedy ja Martini üldistatud gammajaotusLithuanian\ \ apibendrintieji gamma skirstiniaiSlovenian\ \ -Polish\ \ uogólniony rozkład gammaRussian\ \ обобщенные гамма распределения; обобщенная гамма распределение Криди и МартинаUkrainian\ \ узагальнений гама розподілSerbian\ \ -Icelandic\ \ almenn úthlutun gamma; Creedy og Martin almenn gamma dreifinguEuskara\ \ orokortu gamma banaketak; orokortua gamma banaketak; Creedy eta Martin orokortua gamma banaketaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ توزيع كَاما المعمم توزيع كاما لكريدي ومارتنAfrikaans\ \ veralgemeende gammaverdelingsChinese\ \ 广 义 伽 马 分 布Korean\ \ 일반화감마분포; -
11 gamma
gamma, ae, f., aber auch wie im Griech. το γάμμα n. indecl., I) der griech. Buchstabe Γ, das Gamma, der G-Laut, Auson. Technop. (XXVII) 12. de litt. monos. 21. p. 138 Schenkl: Plur., Serg. 476, 16 K. u. (daher) Anecd. Helv. 93, 15. – II) übtr., bei den Schriftstellern vom Feldmessen, die Gammagestalt = die rechtwinkelige Gestalt der Äcker, Gromat. vet. 43, 16; 74, 13 u.a. – Dav. gammātus, a, um, gammaförmig, ager, ibid. 218, 2: lapis, ibid. 243, 5 u.a.: limes, ibid. 319, 7 u.a.: terminus, ibid. 406, 9.
-
12 γ
γγʹ = 3;
͵γ = 3000 -
13 διγαμμα
τό indecl. дигамма, «двойная гамма» (арх. греч. буква F, близкая к неслоговому «и») -
14 υπτιος
31) запрокинутый навзничь, лежащий на спинеὕ. πέσε Hom. — он упал навзничь;
κατεκλίθη ὕ. Plat. — он лег на спину;ἐκτείνειν γαστέρ΄ ὑπτίαν Eur. — растягиваться животом вверх;ἐξ ὑπτίας νεῖν Arph., Plat.; — плыть навзничь;2) опрокинутый, перевернутыйἀσπὴς ὑπτία Thuc., Arph.; — опрокинутый (т.е. обращенный вогнутой стороной вверх) щит;
ὥσπερ γάμμα ὕπτιον Xen. — наподобие опрокинутой буквы Г;θεῖναι κύλικα ὑπτίαν Arph. — поставить чашу полостью вверх;ὑπτίοις σέλμασιν ναυτίλλεσθαι Soph. — плавать на опрокинутых корабельных скамьях, т.е. на обломках разбитого корабля3) нижний, брюшной(ἔχουσι τὰ τετράποδα ζῷα, ὅσα ὅ ἄνθρωπος μόρια ἔχει ἐν τῷ πρόσθεν, κάτω, ἐν τοῖς ὑπτίοις Arst.)
4) низменный, равнинный(Αἴγυπτος Her.; χώρα Plut.)
5) грам. страдательный, пассивный Diog.L. -
15 ωσπερ
I.Arph. в произнош. скифа = ὥσπερ См. ωσπερII.(иногда in tmesi)1) как (и)ὥ. ἐγώ Dem., ὡς καὴ ἐγώ περ Hom. — как и я, подобно мне;
ὥ. γάμμα Xen. — наподобие буквы Γ;ὁμοίως, ὥ. ἄν … Plat. — совершенно так же, как если бы …2) как напримерὥ. ἂν εἴ τίς με ἔροιτο Plat., — как если бы, например, кто-л. меня спросил
3) как (если) бы, словноὥ. τοῦτο ἐπιτεταγμένον αὐτοῖς Xen. — словно им отдан был такой приказ;
ὥ. ἀκονιτί Thuc. — без всякого, так сказать, усилия4) (с ἄν) как только, только лишь Arph.5) так что, вследствие чего(φάλαγγα ἔχοντες, ὥ. ἂν ἰσχυρότατοι εἴητε Xen.)
-
16 гамма
I.(внесистемная единица напряжённости магнитного поля) Г, το γάμμα (μονάδα έντασης του μαγνητικού πεδίου).II.муз. η μουσική κλίμακαмажорная - μείζων -, το ματζόρε (ξεν.)минорная - ελάσσων -, το μινόρε (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гамма
-
17 гамма-актинометр
ο μετρητής ακτινών γ(γάμμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гамма-актинометр
-
18 гамма-аппарат
η (θεραπευτική) συσκευή των ακτινών γ(γάμμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гамма-аппарат
-
19 гамма-астрономия
η αστρονομία των ακτινών γ(γάμμα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гамма-астрономия
-
20 гаммаграфирование
η εξέταση με ακτίνες γ(γάμμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гаммаграфирование
См. также в других словарях:
γάμμα — the letter neut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμμα (γ) — Το σύμβολο που χρησιμοποιείται για να δείξει τον λόγο των κύριων θερμοχωρητικοτήτων Cp/Cv ενός αερίου, όπου Cp η θερμοχωρητικότητα σε σταθερή πίεση και Cv η θερμοχωρητικότητα σε σταθερό όγκο. Αν χρησιμοποιήσουμε τον νόμο ισοκατανομής της… … Dictionary of Greek
γάμμα γλουταμυλτρανσφεράση — Ένζυμο που είναι ευρέως κατανεμημένο στους ιστούς του σώματος και το οποίο εκκρίνεται στο αίμα όταν υφίσταται βλάβη ο ιστός (ειδικά ο ιστός του ήπατος) … Dictionary of Greek
γάμμα σφαιρίνη — Ουσία που παρασκευάζεται από λιμνάζον αίμα, το οποίο περιέχει αντισώματα εναντίον πολλών συνηθισμένων λοιμώξεων. Χρησιμοποιείται κυρίως για την πρόληψη κατά της ηπατίτιδας Α και της ιλαράς … Dictionary of Greek
γάμμα, ακτίνες — Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται κατά την αποδιέγερση του πυρήνα ορισμένων ραδιενεργών στοιχείων. Δημιουργούνται επίσης κατά την εξάπλωση των σωματιδίων. Διακρίνονται από τις ακτίνες α και β λόγω της μεγαλύτερης διεισδυτικότητάς τους… … Dictionary of Greek
γάμμα, αμινοβουτυρικό οξύ — (GABA). Νευροδιαβιβαστής που ελέγχει τη ροή των νευρικών ερεθισμάτων στον εγκέφαλο, παρεμποδίζοντας την έκκριση άλλων νευροδιαβιβαστών όπως είναι η ντοπαμίνη … Dictionary of Greek
γάμμα, κάμερα — Συσκευή με την οποία απεικονίζεται η κατανομή των ραδιενεργών ενώσεων στο ανθρώπινο σώμα κατά τη διάγνωση όπου χρησιμοποιούνται ραδιοϊσότοπα. Αποτελείται από έναν μεγάλο λεπτό κρύσταλλο σπινθηρισμού και μια συστοιχία φωτοπολλαπλασιαστών που είναι … Dictionary of Greek
γάμμ' — γάμμα , γάμμα the letter neut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραδιοθεραπεία — Η χρησιμοποίηση της ακτινοβολίας των φυσικών και τεχνητών ραδιενεργών ουσιών για θεραπευτικούς σκοπούς. Αμέσως μετά την ανακάλυψη της ραδιενέργειας από τους Γάλλους φυσικούς Μπεκερέλ και Κιουρί, διαπιστώθηκε και η βιολογική ενέργεια της. Το 1901… … Dictionary of Greek
ενεργοποίησης, ανάλυση — Αναλυτική μέθοδος υψηλής ακρίβειας, κατά την οποία ενεργοποιείται το προς ανάλυση υλικό, αφού ακτινοβοληθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα με σωμάτια υψηλών ενεργειών (συνήθως νετρόνια) ή ακτίνες γάμμα και στη συνέχεια προσδιορίζεται το είδος και… … Dictionary of Greek
αντισωμάτιο — Όρος με τον οποίο προσδιορίζεται στην πυρηνική φυσική ένα στοιχειώδες σωμάτιο που έχει ιδιότητες αντίθετες από τις ιδιότητες ενός καθορισμένου ατομικού σωματίου. Ένα α. είναι ένα είδος κατοπτρικής εικόνας ενός σωματίου: όταν ένα σωμάτιο και το… … Dictionary of Greek