-
1 γαγγαμεύς
A fisher, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαγγαμεύς
-
2 γαγγαμευτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαγγαμευτής
-
3 γάγγαμον
γάγγᾰμ-ον, τό,A small round net, esp. for oystercatching, Opp.H.3.81: metaph., μέγα δουλείας γ. A.Ag. 361(anap.): —also [full] γαγγάμη, ἡ, Str.7.3.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γάγγαμον
-
4 γαγγαμουλκός
A dragging an oyster-net, EM<*>19.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαγγαμουλκός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский